Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Δρομέας

Γαλάζιο κεφάλι, ξέθωρα μάτια, θά’ταν γυάλινα αν δεν ξέρναγαν δέος σε κάθε του βήμα. Φοβισμένο, αβέβαιο, το ένα πληγιασμένο ποδάρι να ακουλουθεί το άλλο, πάνω σε μυτερά κοτρώνια πυρωμένα από τη σκοτεινιά, αίμα ανάκατο με χολή αφήνει στο διάβα του. Κι ύστερα το δέος γίνεται δάκρυα γλυκά, τρέχουν στους αμμουδερούς λόφους που έρπει σούρνοντας τα νύχια του. Τα ρουφηγμένα μάγουλα ξεπατικώνουν τις νυχιές του στην άμμο, μα ένα στόμα στρογγυλό, χείλη ματωμένα, ρουφά άπληστα ανάσες μυρωδιές φιλήματα ήλιους κελαρύσματα γέλια γάργαρα ηλιαχτίδες μαχαίρια.

Με κόπο πολύ βγαίνει στη θάλασσα. Ένα δέντρο ανεμίζει στα πλάτη της ολόρθο, δες θάμα, όμως άπνοια, φυσάει τώρα δα μετά από χίλια χρόνια αγέρι τετράφυλλο τριφύλλι, μα τα δάχτυλα του δέντρου στρεβλωμένα κι ανοιχτά δίχως φύλλα, δεν το κρατούν, σφυρίζει άπραγο ανάμεσo τους. Καβάλα τα μακριά άσπρα του μαλλιά στο ξερό δεντρί, όμως αυτό δεν κινάει. Τα πλέκει στα κλαδιά, ικέτης σε αγίους και θεούς, δε φτάνει. Κοιτά πάνω του, τίποτε δεν του μένει, τραβά τα κουρέλια του τα κάνει πανιά, δέστε, ένα κατάρτι αρμενίζει μοναχό, κι ας του λείπει το σκαρί, χωρίζει τη θάλασσα στα δυο! Θρίαμβος πουθενά στο γουβωμένο βλέμμα, μόνον δέος, μόνον δέος για τα θάματα γύρω του. Τα άσπρα του μαλλιά μεγαλώσανε στο πληγιασμένο μάρμαρο του κορμιού του, ανακατεύτηκαν με τα φύκια του πάτου. Μα αυτός ακόμα αρμενίζει.