Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Λαγονήσι, Σάββατο 29 Μαϊου 2010

Γυρνάω σπίτι μετά από από λίγα ποτήρια κρασί, ώρες που κάνουν τους ανθρώπους να βλέπουν πιότερο τα κοινά παρά τις διαφορές. Ώρες όμορφες, ζέστες καλοκαιριάτικες στα τέλη του Μαϊου, το φεγγάρι λίγο λείπει να μοιάζει με πανσέληνο, το αεράκι να φέρνει τα τελευταία ανοιξιάτικα αρώματα, τα μωρά κοιμούνται γαλήνια, κάτι όμορφο ανθίζει στα μάτια και στα χείλη, πάνω που ένας κόμπος το φέρνει στην άκρη του βλέμματος...πάνω στην τόσο πολύτιμη αυτή στιγμή, ο διόλου πια αστάθμητος παράγοντας, το σύνηθες που δε συνηθίζεται, οι γείτονες που εμμένουν κάθε σαββατόβραδο να προσηλυτίζουν στη μουσική τους παιδεία κάθε άλλον που τυγχάνει να ζει στα δύο χιλιόμετρα ακτινωτά, δε θέλω, δε θέλω να ακούω σκυλάδικα μέχρι τις πέντε το πρωί, ούτε τη λάιτ εκδοχή του ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας στη διαπασών, άλλα εννοούσε ρε γaμώτο ο Δαμιανός, όχι αυτό, εκείνο είναι που πιότερο με ενοχλεί, παρά ο θόρυβος που θέλοντας και μη εισβάλλει στο μυαλό και δεν αφήνει χιλιοστό σκέψης να ανθίσει, ΔΕ θέλω να με σύρετε με το ζόρι στα τραγούδια σας, και τη μόνιμη ανά δεκάλεπτο άθλια διασκευή της καϋμένης της Ευδοκίας, της κακοχωνεμένης μαγγιάς του σύγχρονου γλεντιού, ΔΕ θέλω να με αναγκάζετε να ακούω όλη νύχτα πιάτα να σπάνε, εγώ, εγώ γύρισα σπίτι μου με τα μάτια καρφωμένα στο φεγγάρι και ήσυχα αθόρυβα και μυστικιστικά σχεδόν χάιδεψα τα γράμματα στο βιβλίο με τα ποιήματα του Σεφέρη, Raven, σελίδα 143, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, και ο κόμπος στο λαιμό πάνω στον όμορφο στίχο να γίνεται στάχτη, θρύψαλα στα ουρλιαχτά και στα ψεύτικα ώπα του σαββατόβραδου που διαδηλώνει το δικαίωμά του στο νταβαντούρι, θέλω πίσω τις παιδικές ερημιές μου, το σεβασμό προς τον άλλο, προς τη γη, οι ίδιοι που τίγκαραν με μπετό κάθε χιλιοστό χώματος, οι ίδιοι τιγκάρουν με θόρυβο κάθε σπιθαμή αέρα, δεν μπορώ να στρέψω πουθενά το βλέμμα πια χωρίς να αντικρύσω μεγαθήρια από τσιμέντο, δεν μπορώ να στρέψω πουθενά τα ώτα πια χωρίς να μου τριβελίσει το μυαλό το χιτάκι της εποχής, ώρα να του δίνω, μετανάστευση για τόπους που ο άνθρωπος σέβεται τη γη που πατά και τους συνανθρώπους του, να πάω πού, άλλη μια ουτοπία στα σκαριά, ένα ανύπαρκτο ειδυλλιακό τοπίο, δεν πάω πουθενά, εδώ γεννήθηκα, εδώ πρέπει να παλέψω, λίγι χώρο αφήστε οι επήλυδες και για τους άλλους να χωρέσουμε όλοι. Γιατί τόση επίδειξη, γιατί πρέπει να επιβάλλετε το φωνακλάδικο μοντέλο σας και σε όλους τους άλλους, γιατί πρέπει με το στανιό να με σύρετε στην αισθητική σας, γιατί πρέπει μία η ώρα το βράδυ να βάλετε τόσο δυνατά τα τραγούδια σας που να μου τρυπάνε τη σκέψη, να κάνουν κομμάτια το Raven του Σεφέρη που τόσο πολύ ήθελα να διαβάσω. Θέλω να κλάψω από απογοήτευση για τη γελοιότητα του πράγματος. Αντί για αυτό γελάω νευρικά, μικρή η απόσταση από το κλάμμα μέχρι το νευρικό γέλιο.
Κουράγιο θα περάσει. Μισή ώρα διορία. Κατά κανόνα τόση ώρα περισσεύει ησυχία μέχρι να βαρέσουν οι κυριακάτικες καμπάνες της εκκλησίας στα ριζά του λόφου. Τελειώνει ο προσηλυτισμός του κλαμπατσίμπαλου τα ξημερώματα και αρχίζει της θρησκείας το πρωί. Μα εγώ, θέλω μόνο να διαβάσω το  Raven του Σεφέρη χωρίς σκυλάδικα και κωδονοκρουσίες. Προλαβαίνω άραγε;

Λαγονήσι, Σάββατο 29  Μαϊου 2010

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Σχεδιάσματα καλοκαιριού

Το καλοκαίρι παφλάζει όπου νά’ναι στον ζεστό ήλιο.
Τι είναι άραγε αυτό που κάνει τη σκέψη να βρέχεται στο φθινόπωρο
ή να πισωγυρίζει στα λουλουδιάσματα της άνοιξης.
Χέρια σε έκταση, οι δείκτες να δείχνουν το πριν και το μετά,
μνήμες τετελεσμένες και μνήμες μελλοντικές,
μα το σώμα σε στάση προσοχής, ριζωμένο στον παφλασμό του καλοκαιριού.
Κι αν, αν στραφεί η κεφαλή, που θα κοιτάξει,
το βλέμμα πόσο πίσω θα φτάσει ή πόσο μπρος,
τι θα θυμηθεί με το σώμα έτσι στεριωμένο
στη λαίλαπα του πυρωμένου θέρους, αυτού,

που αχνίζει στις βλεφαρίδες, καίει τα μάτια,
ευλογεί και καταριέται, ποτίζει τη μνήμη του τώρα,
καμπυλώνει τις ηλιαχτίδες, χτίζει και γκρεμίζει κάστρα στην άμμο,
σκιάζεται κάτω από τις μουριές, σκαρφαλώνει στις κληματαριές,
κυλιέται στα φεγγαρόφωτα, κρύβεται στις αφέγγαρες νύχτες,
σε ένα ποτήρι κρασί και στο θυμάρι του Αυγούστου,
στις χαρακιές των χεριών σου και στα παιδικά τιτιβίσματα,
σε έναν πίνακα του Κλιμτ, σε μια μελωδία πρώτη φορά ακουσμένη,
μα που κάτι ακριβό σου φέρνει από τα βάθη κι ας μην ξέρεις τι,
στο μονάκριβο δάκρυ που θα βρέξει το ωχρό μάγουλο, στα κόκκινα φιλήματα.

Τι θα θυμηθεί άραγε το βλέμμα με το σώμα το καρφωμένο στο θέρος, εκεί,
στους ξερούς χωματόδρομους τους στρωμένους από αποφόρια τζιτζικιών
που νιόβγαλτα και ξαναγεννημένα ξεκουφαίνουν,
τόσο που κάνουν μια απέραντη σιωπή να ανθίσει στο μυαλό.
Έχεις ποτέ νιώσει πόσο ο μεγάλος αχός μοιάζει με τη σιωπή;
Αυτά τα καλοκαιριάτικα καταμεσήμερα, τότε,
που οι τζίτζικες γεμίζουν εκκωφαντικά κάθε χιλιοστό του βλέμματος,
τη στιγμή εκείνη που δεν μένει στον πάτο παρά σιωπή,
πλούσια, αυτάρκης, γεμάτο από δαύτη το σώμα ως τα χείλη, τα μισάνοιχτα,
σιωπή που πετρώνει το σώμα, ζωντανός που έγινε άγαλμα.
Ο μύθος του αγάλματος που ζωντάνεψε από τον έρωτα του γλύπτη, μισός.
Ο άλλος μισός είναι για τον γλύπτη που γίνεται άγαλμα,
σιωπηλό και αύταρκες,να το πυρώνει ο ήλιος του καλοκαιριού,
το σώμα του τώρα μας με τα χέρια σε έκταση
με τους δείκτες να διαγράφουν την καμπύλη από την άνοιξη προς το φθινόπωρο.

Τι θυμάται άραγε το βλέμμα με το σώμα έτσι στεριωμένο
στη λαίλαπα του πυρωμένου θέρους
από την άνοιξη και το φθινόπωρο;

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Ο μακρόκοσμος και ο μικρόκοσμος

Ο μακρόκοσμος και ο μικρόκοσμος, Leah Palmer Preiss

Ο μακρόκοσμος εύκολα αντιληπτός με την πρώτη ματιά δίνει το γενικό περίγραμμα, ευδιάκριτο και σαφές. Το φαίνεσθαι ταυτίζεται με ασφάλεια με το είναι. Οι πράξεις των ανθρώπων εξηγούνται βάσει των ασπρόμαυρων μανιχαϊστικών μοντέλων. Οι προθέσεις τους ορατές, οι ενέργειες τους εξηγήσιμες υπακούν σε κανόνες και νόμους ηθικής, λογικής, ή οποιουδήποτε άλλου αιτιοκρατικού μοντέλου. Το τάδε αίτιο παράγει το τάδε αποτέλεσμα. Η απόκλιση από τους κανόνες που διέπουν τον μακρόκοσμο καταδικάζεται ανάλογα με το επικρατούν σύστημα δικαίου. Τα πράγματα απλά και ξεκάθαρα, οι συνειδήσεις επαναπαύονται, η τάξη ασάλευτη, κέρδος η ασφάλεια, το έδαφος δεν τρέμει κάτω από τα πόδια, είναι σταθερό. Η πορεία απρόσκοπτη, ένα και ένα κάνει δύο. Το ρητό του μακρόκοσμου, αυτού που μπορεί να λεχθεί, να εκλογικευθεί, να τιθασευτεί.
Αν κάνει όμως κανείς ζουμ στον μακρόκοσμο, θα διακρίνει έναν ολόκληρο δυσθεώρητο δια γυμνού οφθαλμού κόσμο, τον μικρόκοσμο. Χιλιάδες μικροσκέψεις, συναισθήματα, μικροοργανισμοί, που κρύβονται σε κάθε πτύχωση του μακρόκοσμου. Η εικόνα πια αλλάζει. Δεν υπάρχει μόνον το σαφές και ορατό περίγραμμα, συνυπάρχουν και χιλιάδες άλλες δυνάμεις δυσδιάκριτες και δυσεξήγητες και μη προβλέψιμες, που διαφοροποιούν τελικά συνολικά την εικόνα του μακρόκοσμου. Ο κόσμος του άδηλου και άρρητου, που κάνει το έδαφος να κλονίζεται, τον άνθρωπο να αμφισβητεί το ατράνταχτο δίκαιο του μακρόκοσμου και να εξαναγκάζεται να συμπεριλάβει στη θεώρησή του και τον μικρόκοσμο. Αυτός ο μικρόκοσμος αποδεικνύεται πάντα ισχυρότερος από τον μακρόκοσμο σε βαθμό να τον καταλύει, δεν είναι όμως πάντα ομορφότερος ή ουσιαστικότερος ή υγιέστερος. Αν για παράδειγμα στις ταινίες του Κισλόφσκι από το Δεκάλογο έως την Τριλογία των χρωμάτων, το αθέατο ανακηρύσσεται ηθικότερο από το θεατό, υπάρχουν φορές που απλά ο αθέατος μικρόκοσμος δεν είναι παρά ένα σάπιο εσωτερικό που καλύπτεται από το εξωτερικό περίβλημα του μακρόκοσμου.

Σε αυτήν την περίπτωση φαίνεται πως εντάσσεται η οικονομική και όχι μόνον κατάρρευση της Ελλάδας των τελευταίων ημερών. Ο μακρόκοσμος, το άμεσα αντιληπτό περίγραμμα της κοινωνίας μας, μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν μια εικόνα σχετικής ευμάρειας. Μια εικόνα, όπου παρά τα επίμονα σήματα κινδύνου, έστεκε εκ πρώτης όψεως. Καταναλωτικά αγαθά, καταναλωτική νοοτροπία, επιδοτήσεις για την αγορά τζιπ, ογδοντάχρονος κύριος που ζει φτωχικά πλην όμως σπεύδει να εκμεταλλευτεί την επιδότηση, ασύλληπτα ποσά για λουλούδια σε κέντρα διασκέδασης, η κυρία που υπερηφανεύεται για την προ ετών προνοητικότητά της να εκμεταλλευτεί γνωριμίες ώστε να βολευτεί με μια θέση σε υπουργείο άμα τη αποκτήσει του πτυχίου της φιλοσοφικής, ο νεαρός κουστουμαρισμένος κύριος που επιβαίνει σε μεγάλου κυβισμού καλογυαλισμένο αυτοκίνητο και δε διστάζει να κλείσει το δρόμο για να τηλεφωνήσει ούτε να πετάξει το άδειο του πακέτο στο δρόμο. Ο μακρόκοσμος της άνεσης της ατομικής που δεν ενδιαφέρεται αν θα βρωμίσει τον χώρο που δεν του ανήκει, είτε κυριολεκτικά με σκουπίδια, είτε ηθικά. Και πάει λέγοντας. Τα παραδείγματα σίγουρα ανήκουν στην περιπτωσιολογία, είναι όμως χαρακτηριστικά για μια κοινωνία που θεοποιεί τη μόστρα και τον ατομικισμό της αδιαφορώντας για τον μικρόκοσμο: τα δανεικά που κάνουν εφικτή την κατανάλωση, τον νεποτισμό, τα ρουσφέτια και μύρια άλλα που κάποτε φάνταζαν κλισέ σε γυμνασιακή έκθεση ιδεών και κήρυγμα πλην όμως τώρα, που γύρισαν τα μέσα έξω, δε φαντάζει. Η αποφορά μιας κοινωνίας που θεώρησε νορμάλ και αποδεκτό το επιλήψιμο, την πνίγει. Ο μικρόκοσμός της γιγαντώθηκε τόσο ώστε να καταστρέψει το άψογο εξωτερικό περίβλημα του μακρόκοσμου της.

Σκέφτεται κανείς πως όλα τούτα δεν είναι καινούρια. Το καινούριο είναι η μεγάλη κλίμακα που έγιναν ορατά. Σε μικρότερη κλίμακα τα περί μακρόκοσμου και μικρόκοσμου απασχόλησαν κατά εποχές πλείστους διανοητές ή καλλιτέχνες. Θυμάται κανείς τον Ατόμ Εγκογιάν και την ταινία του Το Γλυκό Πεπρωμένο. Ένα σχολικό λεωφορείο γλιστράει και η τοπική κοινωνία θρηνεί τα θύματα. Το μέλλον της καταστρέφεται, τα παιδιά σκοτώνονται ή μένουν ανάπηρα. Βουβοί οι γονείς προσπαθούν να ανακαλύψουν το γιατί. Ο σκηνοθέτης αποκαλύπτει σταδιακά μέσα από μικρογεγονότα το σάπιο μικρόκοσμο της κοινωνίας αυτής. Κάθε ένας χωριστά έβαζε το δικό του μικρό κρίμα, το δικό του λιθαράκι, μέχρι που το κακό διογκώθηκε, έγινε σωρός από πέτρες. Το τίμημα ήταν η υποθήκευση του μέλλοντος της κοινωνίας αυτής. Τα παιδιά σκοτώθηκαν. Αν παραβλέψει κανείς το μεταφυσικό της ταινίας και τη δει αλληγορικά, δεν μπορεί παρά να βρει ομοιότητες με τη σύγχρονη οικονομική κατάρρευση, μα πρωτίστως ηθική. Το κάθε μικρό ή μεγαλύτερο λάδωμα, φακελάκι, φοροδιαφυγή, η κάθε μικρή αλαζονεία, βόλεμα, ωχαδελφισμός, η κάθε αθέτηση της σειράς στη στάση του λεωφορείου, στο φανάρι, στη δουλειά που γινόταν μάλιστα με καμάρι, σαν κατόρθωμα που έπρεπε να επιδειχθεί, όλα αυτά που έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες πιο πολύ από ποτέ τρόπος σκέψης και καθημερινότητα, όλα αυτά που δεν άφησαν κανέναν εντελώς αλώβητο τελικά, είτε από εθισμό και μιμητισμό της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, είτε από ανάγκη επιβίωσης, συσσωρεύτηκαν. Και σκάνε συμπαρασύροντας την κοινωνία ολάκερη, και κυρίως τα παιδιά. Για ποια παιδεία να μιλήσουμε και για ποιες ανθρώπινες υποδομές, για ποιον κόσμο που καλούνται να ζήσουν;

Το πράγμα θα μπορούσε να εκληφθεί ως το τέλος μιας εποχής και η αρχή μιας νέας σε υγιέστερες βάσεις. Αν είναι έτσι, τότε θα έπρεπε να υπάρχει χαρά που έσκασε επιτέλους το απόστημα. Καιρός ήταν. Απλά αναρωτιέται κανείς πόσο το σοκ είναι αρκετό για να αλλάξει εκ βάθρων η νοοτροπία και να μην επαναληφθεί το ίδιο σφάλμα. Να μην ξαναχτιστεί το ίδιο σαθρό οικοδόμημα. Αναρωτιέται κανείς όταν μετά από όλα αυτά συνεχίζει να βλέπει τον υπερφίαλο οδηγό θηριώδους αυτοκινήτου να μην ντρέπεται που απαιτεί να εξαφανιστεί από το διάβα του οτιδήποτε μικρότερου κυβισμού, σαν να μην έχει δικαίωμα να υπάρχει, σαν να φτιάχτηκε ο δρόμος μονάχα για αυτόν. Οι άλλοι απλά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Ο μικρόκοσμος μας θα έπρεπε να αλλάξει. Να γκρεμίζει το μακρόκοσμο όχι επειδή είναι σάπιος, αλλά επειδή είναι πιο στέρεος από αυτόν. Όπως στις ταινίες του Κισλόφσκι. 

Κυριακή 2 Μαΐου 2010

Η έρημος της Ζαχάρας: Πώς γεννιούνται τα ωραιότερα παραμύθια

Τα ωραιότερα παραμύθια είναι αυτά που πλάθονται συλλογικά και απροσχεδίαστα και αβίαστα. Αυτά που συμμετέχουν όλα τα συμβαλλόμενα μέρη χωρίς παρότρυνση άλλη πέραν της αυθόρμητης θέλησης να συνεχίσουν ή να μεταπλάσουν το κομματάκι της ιστορίας που αρχίνησε κάποιος άλλος. Λίθο το λίθο προκύπτει καμμιά φορά οικοδόμημα ολόκληρο και είναι να απορεί κανείς, όταν το δει ολοκληρωμένο, πόσο καλά συνεργάστηκαν οι πέτρες μεταξύ τους χωρίς να αλλάξει κάθε μια ξέχωρα το σχήμα της, αλλά όλες μαζί να δίνουν ένα νέο σχήμα, μια νέα ιστορία που στέκεται στέρεα. Η ξερολιθιά στέκει χωρίς κανένας λιθοξόος να κουτσουρέψει τις σκόρπιες πέτρες του χωραφιού. Σε τέτοιου είδους ιστορίες χωράνε οι ιστοριούλες και οι ιδέες με το χρώμα του καθενός και δε χρειάζεται να καλυφθεί ή να σβύσει κάποιο από τα χρώματα. Ασφαλώς απαιτείται τέχνη για το όλο οικοδόμημα, κυρίως η τέχνη του αυθορμητισμού, των ερμηνευτών που διόλου τυχαίοι ξέρουν πότε να λαλήσουν το δικό τους, κατάδικό τους παραμύθι.

Εκτός από την πλοκή που όλοι συμβάλλουν, για να είναι απολαυστική πραγματικά μία ιστορία, απαιτείται θεατρικοποίηση. Τα παιδιά ιδίως-συμπεριλαμβάνω και αυτά που κρύβονται στους ενηλίκους-, λατρεύουν να εκφράζουν με το σώμα τους, τις ιστορίες που επινοούν. Απολαμβάνουν να ενσαρκώνουν τους ήρωες που φαντάστηκαν και να κάνουν τα χάρτινα λόγια πράξη. Μόνον τότε, στο τρισδιάστατο σύμπαν της αναπαράστασης,  ζωντανεύουν οι ιστορίες τους, διαφορετικά μένουν λειψές και ανεπαρκείς στο δισδιάστατο λόγο.

Το παραμύθι που θα προκύψει μπορεί να μην είναι το πιο πρωτότυπο ή έξυπνο που έχει ποτέ ειπωθεί -και δη από επαγγελματίες παραμυθάδες-, είναι σίγουρα όμως προσωπικό και με άμεση συμμετοχή και εμπλοκή των δημιουργών του. Αυτό είναι που το κάνει ουσιαστικό και όμορφο, ομορφότερο από οποιαδήποτε άλλη ιστορία, που όσο τέλεια και να είναι, δεν προκύπτει από εμάς, δεν είναι δική.

Να ένα μικρό δείγμα δημιουργίας ενός τέτοιου παραμυθιού:

-Πού είναι η έρημος της Σαχάρας;
-Σαχάρας ή Ζαχάρας είπες;
-Ζαχάρας, απαντά το πιτσιρίκι πονηρεμένο, που αντί για άμμο έχει ζάχαρη.
-Και όταν φυσάει σηκώνεται ζαχαροθύελλα που μαστιγώνει τα καραβάνια;

Η αρχή είχε γίνει. Το απόγευμα στην παραλία όλοι βλέπαμε ζάχαρη αντί για άμμο. Ένα θαλάσσιο ποδήλατο παρατημένο, χωρίς δεύτερη σκέψη χρίστηκε ιπτάμενο όχημα και αφού επιβιβάστηκαν όλοι, άρχισε η εξερεύνηση.

-Εγώ θα είμαι ο πλοηγός!
-Και εγώ ο πηδαλιούχος!
-Εγώ ο κυβερνήτης!
-Και εγώ ο χαρτογράφος!
-Και ο Φουρφουρούλης, ο σκύλος μας;
-Μα θα γίνει το καραβόσκυλο!

Για όλους υπήρχε ένας ρόλος. Υλικά άφθονα. Πυξίδα από ένα βότσαλο που πάνω του ζωγραφίστηκαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα με ένα καρβουνάκι, λίγη άμμος που πάνω της σχεδιάστηκε με ένα ξυλάκι ο χάρτης της άγνωστης περιοχής που κατακτούσαν οι εξερευνητές, πηδάλιο έτοιμο του θαλάσσιου ποδηλάτου.

-Κοιτάτε, σμήνη από παράξενα πουλιά μας πλησιάζουν!
-Δεν είναι πουλιά, είναι ανεμόψαρα. Ας ψαρέψουμε μερικά, μας τελεώνουν οι προμήθειες.

Καλάμια μετατράπηκαν σε φοβερά καμάκια, μπουφάν σε δίχτυα που εκτοξεύονταν για να πιάσουν τα νοστιμότατα ανεμόψαρα που νόμιζαν ότι, αν παρίσταναν τα πουλιά, θα γλίτωναν από τους ψαράδες. Τα αμπάρια του εξερευνητικού οχήματος γεμίσαν και το ταξίδι συνεχίστηκε απρόσκοπτα.

-Φτάσαμε! Ω, παντού λεπτή ζάχαρη!
-Και αυτά τι είναι; Ρωτάει κάποιος από τους εξερευνητές δείχνοντας τα βότσαλα.
-Μα καραμέλες! Στην έρημο της Ζαχάρας αντί για πέτρες υπάρχουν καραμέλες! Ελάτε να μαζέψουμε μερικές να έχουμε για την επιστροφή!

Τα μαύρα βότσαλα γίνανε γλυκίσματα από μαύρη ζάχαρη, ξυλάκια με καρφωμένα φύκια μεταμορφώθηκαν σε γλειφυτζούρια που φυτρώνανε στην έρημο της Ζαχάρας ως σπάνια λουλούδια, σκάφτηκε στην άμμο η κοίτη ενός ποταμού από σιρόπι, θαλασσόξυλα έγιναν τα κουπιά του κανώ που επιβιβάστηκαν οι εξερευνητές για να πλεύσουν στο παράξενο ποτάμι. Όσο για τους κατοίκους της ερήμου, που έκαναν την εμφάνισή τους λίγο παρακάτω, αυτοί ήταν φτερωτοί γλυκόσαυροι, μεταξύ των οποίων και ο γνωστός γλυκόσαυρος της Λιλιπούπολης. Πάντα περνούν γλάροι από μία παραλία που μπορούν να χριστούν ως τέτοιοι. Πρόβλημα συνενόησης δεν υπήρχε, γιατί όλα τα παιδιά ασφαλώς μιλούν άπταιστα γλυκοσαυρικά. Ανακάλυψαν δε πως πρόκειται για φιλικά πλάσματα που ζουν ειρηνικά και ευτυχισμένα, αν και απειλούνται από τους φοβερούς και τρομερούς πικρόσαυρους που θέλουν να πικρίσουν τη χώρα τους. (Ναι, δεν άντεξα, πέρασα το οικολογικό μηνυματάκι περί καταστροφής του περιβάλλοντος). Πάνω στην ώρα εφορμούν οι εχθροί (ξαφνικές ριπές του αέρα κάνουν μια χαρά για πικρόσαυροι). Τα θαλασσόξυλα από κουπιά μετατράπηκαν σε φοβερά όπλα που εκτόξευαν ζάχαρη για να γλυκάνουν οι πικρόσαυροι και να ξεπικρίσουν. Όταν μετά από ώρα ξεθύμανε το αγωνιστικό μένος των παιδιών και αφοπλίστηκαν όλοι οι επιδρομείς πικρόσαυροι, οι γλυκόσαυροι στήσαν ένα γλέντι τρικούβερτο με σοκολάτα από τα ορυχεία (δηλαδή τις τσέπες των μεγάλων...), εξαιρετικά σπάνια στην έρημο της Ζαχάρας και για αυτό ελάχιστη για τον καθένα, μα για αυτό ακριβώς πολύτιμη. Η εξερευνητική αποστολή έλαβε τέλος, η ώρα έχει περάσει και το ιπτάμενο...θαλάσσιο ποδήλατο γεμάτο εφόδια περιμένει το πλήρωμα. Γλυκόσαυροι και ξεπικρισμένοι πικρόσαυροι αποχαιρετούν τους εξερευνητές και τους διαβεβαιώνουν για άλλη μία φορά πως στέρεψαν τα κοιτάσματα της σοκολάτας στα ορυχεία...