Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Στέλιος Πελασγός, Ο Αρχιτεμπέλαρος



O Στέλιος Πελασγός είναι παραμυθάς. Αναβιώνει την προφορική αφήγηση. Οι αφηγήσεις του απολαυστικές. Να και μία, Ο Αρχιτεμπέλαρος.

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Σε μαύρο κι άσπρο-η ξωθιά


Η φωτεινή ξωθιά περπατούσε ανάλαφρα και άφηνε στη θαλασσινή αύρα, τις φυλλωσιές των δέντρων, τα σύννεφα, τα τιτιβίσματα των πουλιών, τις πατημασιές της. Μικρού ποδιού, σαν παιδιού, που δεν έχει μάθει ακόμα δα να πατάει, μονάχα να πετάει. Το ριζικό της τό’φερε να συναπαντήσει άλλη ξωθιά, σκοτεινή πες καλύτερα μάγισσα, φθονερή. Πετάριζε μια, δυο τρεις τις βλεφαρίδες να σηκωθούν αγέρηδες δυνατοί, φύσαγε άλλες τόσες με τα μάτια κεραυνούς και αστροπελέκια, ώσπου τις έσβυνε τις πατημασιές της άλλης της ξωθιάς, της φωτερής. Αυτή συνέχιζε να αφήνει ίχνη στους αφρούς των κυμάτων και στο φως των αστεριών και στα σκοτάδια της σπηλιάς της. Μηδέ στο τραγούδι του αυγουστιάτικου τζίτζικα δεν ξέχασε να πατήσει, ούτε στα μεγάλα μάτια της κουκουβάγιας ή στο λίκνισμα του μοναχικού φυκιού μέσα σε θάλασσα αμμουδερή. Όσο της έσβυνε τα ίχνη η ξωθιά του σκοταδιού, τόσο αυτή πετούσε σε τόπους πιο μακρινούς και πλιο ερημικούς. Στις αφέγγαρες νυχτιές, στη ματιά του νιόβγαλτου και στο βλέμμα του ετοιμοθάνατου γερόντου, στο τελευταίο ποτήρι του κρασιού και στο νερό από το ρυάκι που θα πιει το άγριο ζώο ξεθεωμένο από τη δίψα στην κάψα του μεσημεριού. Όπου και να πήγαινε, μα σε χαρά μα σε λύπη μα σε γλέντι μα στο γέλιο των παιδιών, εκείνη, η άλλη, την έβρισκε, τις ξέκανε τις πατημασιές της, θαρρείς πως ποτέ δεν είχε περάσει από κει, θαρρείς πως δεν υπήρξε. Απόκαμε κάποτε η φωτεινή ξωθιά, ξεθώριασε η λάμψη της έτσι που έψαχνε ολημερίς και οληνυχτίς κρυψώνες να σώσει τα πατήματα που άφηνε ξοπίσω της, είπε να σταθεί, να πάρει μιαν ανάσα, να πάψει για λίγο το χορό.

Στάσου ξωθιά μου, στάσου να σε δω να σε χαρώ, ακούει να θροϊζει μια φωνή στα σγουρά μαλλιά της. Στάσου να σε προκάνω.

Σάστισε, ποιος τάχα να την είδε, ποιες πατημασιές ν’ακολούθησε. Πού με βρήκες παλικάρι ψιθύρισε η ματιά της. Σβυστά τα χνάρια μου, δεν είναι τρόπος να με βρεις.

Έννοια σου και δε σβυστήκανε τα πατήματα σου, τα μάτια σβυστήκανε των αλλονών, μα εγώ πήρα το φλοίσβισμα του κυμάτου και τη μυρωδιά του χειμωνιάτικου βασιλικού και τη ρίζα του κυκλάμινου στην πέτρα, πήρα και φωσάκι από τη σκοτεινιά του βλέμματος της δίδυμης αδελφής σου, της σκοτεινής ξωθιάς. Και τά’κανα ξόρκι δυνατό, τά’κανα μαντζούνι για τη ματιά μου. Νά’μαι , σε θωρώ.

Καλώς τους το λοιπόν και σένα και τη δίδυμη αδελφή μου. Είπε και τον άγγιξε με τα ακροδάχτυλα στα μάτια για να την βλέπει για πάντα. Είπε και έδωσε σκοτάδι από τη φωτεινή ματιά της στη δίδυμη αδερφή της, σάρξ εκ της σαρκός της, να τηνε ευχαριστήσει που υπήρχε.

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Ο σαιξπηρικός Οθέλλος κατά Όστερμαγιερ

 Επίδαυρος, Οθέλλος

Ο ακέραιος ευθύς και έντιμος μα αφελής Οθέλλος, η γνωστική μα και τολμηρή Δεισδαιμόνα, ο κυνικά ιδιοτελής Ιάγος, και οι λοιποί ήρωες του σαιξπηρικού Οθέλλου βρίσκονται καθ’όλη τη διάρκεια της παράστασης στην Επίδαυρο επί σκηνής, ακόμα κι αν δεν είναι δρώντα πρόσωπα. Κάθονται ο καθένας στην καρέκλα του πλαισιώνοντας το γεγονός της εκάστοτε σκηνής που προωθεί το μύθο. Παρόντες πλην όμως τυφλοί για τα όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια τους, κλεισμένος ο καθένας στο δικό του σύμπαν που ενίοτε αποτυπώνεται στη στάση του σώματός τους ή στις εκφράσεις του προσώπου τους. Μπροστά τους διαδραματίζονται τα πάντα, όλα όσα θα τους εμπλέξουν στην τραγωδία, τα γεγονότα αποκαλύπτονται μπροστά τους, αυτοί όμως δεν τα βλέπουν και όταν τα πληροφορούνται κατόπιν εορτής επικαλούνται την έκπληξη της άγνοιας. Δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο μπροστά τους για να ανακαλύψουν το νόημα, την αλήθεια. Αυτή είναι ορατή, ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια τους κάθε ώρα και στιγμή, αλλά αυτοί υψώνουν αόρατα τείχη και προσποιούνται ότι δεν βλέπουν. Βρίσκονται λοιπόν προ εκπλήξεως κάθε φορά που θεώνται ένα κομματάκι της πραγματικότητας, με άλλα λόγια η αλήθεια τους συλλαμβάνει ες αεί απόντες να δηλώνουν παρόντες κατόπιν εορτής όταν πια σύρονται από τα γεγονότα ως ουραγοί. Αυτή είναι άλλωστε και η ουσία του τραγικού. Η επίγνωση της άγνοιας ή μήπως καλύτερα άνοιας, που έρχεται πάντα στο τέλος να συντρίψει την αλαζονική γνώση.

 Για να τονιστεί αυτή ακριβώς η διάσταση του τραγικού του ανθρώπου, οι ήρωες περπατούν διαρκώς μέχρι τους αστραγάλους σε νερό. Αυτό τους στέλνει πίσω το είδωλό τους ή τους δείχνει τα είδωλα των προσώπων που συσχετίζονται, πάντα στρεβλωμένα από τη ρυτιδωμένη επιφάνεια του νερού. Κάθε κίνηση τους δική τους ή των άλλων ταράζει τα νερά και στρεβλώνει οποιοδήποτο είδωλο του εαυτού ή του άλλου. Ο καθένας τους δεν είχε παρά να σηκώσει το κεφάλι και να δει το πλέγμα των δράσεων σκέψεων συναισθημάτων που ολοφάνερα αποκαλύπτουν όλοι οι άλλοι μπροστά του. Αντί για αυτό κοιτάζουν τα θολά νερά. Όταν οι ήρωες και πρώτιστα ο Οθέλλος νομίζει ότι ανακαλύπτει επιτέλους την αλήθεια, τα νερά αποτραβιώνται. Νομίζει ότι πατάει σε στέρεο έδαφος πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. Είναι ακριβώς η στιγμή που πιστεύει ολόψυχα τα λόγια του Ιάγου. Εκλαμβάνει το απόλυτο ψεύδος ως απόλυτη αλήθεια. Η πλάνη. Ο Ταρκόφσκι βάζει τον πλανημένο άνθρωπο να πετάει, τον έχοντα όμως σαφή επίγνωση της πραγματικής αλήθειας να περπατάει σκυφτός με λυγισμένα γόνατα από το βάρος της. Ο Οστερμάγιερ θέλει με ειρωνικό τρόπο τους σαιξπηρικούς του ήρωες να πατάνε σε στέρεο έδαφος όταν πλανώνται και να βαδίζουν στο υγρό και θολό στοιχείο όταν είναι λίγο πιο κοντά στην αλήθεια έστω την μισή και ασταθή. Όταν την αποκαλύπτουν στην πλήρη της διάσταση, πεθαίνουν. Είναι πολύ αργά πια. Δεν την κατακτούν παρά τη στιγμή του θανάτου τους και ταυτόχρονα του θανάτου των αγαπημένων τους.

Ο Οστερμάγιερ δίνει και μια άλλη διάσταση του τραγικού. Τη γελοιότητα του τελούντος εν αγνοία ανθρώπου. Όλη η παράσταση είναι διαποτισμένη με ένα έντονα κωμικό στοιχείο, διόλου παράταιρο και άτοπο. Ο τραγικός άνθρωπος είναι συνάμα και γελοίος, αφόρητα γελοίος. Τα πάντα είναι διάφανα και ορατά τριγύρω του αλλά αυτός με την περιορισμένη του οπτική δεν βλέπει παρά μόνον τον εαυτό του και αυτόν θολά και ατελώς στα τρεμάμενα νερά. Τους άλλους και τα πλέγματα των σκέψεων δράσεων και συναισθημάτων τους δεν τα βλέπει, παρόλο που είναι μπροστά του ολοφάνερα, αόρατοι τοίχοι τον κάνουν τυφλόν τά τ’ὥτα  τόν τε νοῦν  τ’ὄμματα. Κι όταν πια πέφτει εντελώς άοπλος μπροστά στα πυρά της δολιότητας του Ιάγου ή της αγάπης της Δεισδαιμόνας, όταν συντρίβεται, είναι τόσο τραγικός όσο και γελοίος, καραγκιόζης, μαριονέτα που καμωνόταν τον καμπόσο. Οι θεατές γελούσαμε με την καρδιά μας-αν και πικρά-σε πολλές στιγμές, αν και επρόκειτο για τραγωδία. Όμως η κατ’ εξοχήν κωμωδία είναι ακριβώς η τραγωδία του ανθρώπου, η παιδαριώδης ανικανότητα και φυγοπονία του να κοιτάξει λίγο δίπλα του, αυτά που τον οδηγούν στην αβυσσαλέα πτώση και να την ανακόψει-πράγμα αδύνατον όπως εξάλλου σαφώς κατέδειξαν ο Αισχύλος και  ο Σοφοκλής.

Από την άποψη αυτή, αυτή η διάχυτη κωμικότητα που παραγόταν από την ορατή σε εμάς τους παντογνώστες θεατές αλλά απολύτως αόρατη για τους ήρωες παιδική άγνοιά τους, θυμίζει το έργο του Pieter Bruegel, Children's Games. Ενήλικοι επιδίδονται με αυστηρή προσήλωση σε εκατοντάδες παιδικά παιγνίδια με ύφος περισπούδαστο. Την ίδια ακριβώς εντύπωση έδιναν στην παράσταση και οι ήρωες του Οθέλλου, καταδικασμένοι σε παιδική αφέλεια και άγνοια να παίζουν με αναπαραστάσεις της πραγματικότητας που τις θεωρούσαν πραγματικότητα. Ω γελοιότης!  Ο Οστερμάγιερ δεν άφησε στα σαιξπηρικά πρόσωπα ούτε καν το μεγαλείο του Οιδίποδα. Τους αφαίρεσε τη μοναδική δύναμη του αρχαιοελληνικού τραγικού ήρωα. Κανείς δεν τολμάει να γελάσει με τον Οιδίποδα, γελάσαμε όμως με αυτόν τον Οθέλλο. Γέλιο πικρό βεβαίως και καθαρτήριο, γιατί ξέρει ο θεατής ότι γελά για την εγγενή αδυναμία του ανθρώπου, την άβυσσό του. Για τον ίδιο του τον εαυτό.

Πολλά άλλα σημεία του έργου δόθηκαν με τρόπο ιδιαίτερο όσο και εύστοχο. Οι ήρωες με σύγχρονα ρούχα, έμοιαζαν καθ’όλα απλοί και καθημερινοί άνθρωποι, τα σκηνικά με στήλες από νέον και λιτές καρέκλες, η μουσική σύγχρονη. Αλλά το φόντο μιμείτο προβολή παλιάς ταινίας με την χιλιοπαιγμένη κόπια χαλασμένη με σκρατς, ως διαρκής υπόμνηση της διαχρονικότητας της ουσίας του μύθου. Ο Οθέλλος, ένας λευκός ηθοποιός, γινόταν μαύρος στην όψη, όταν ήταν βουτηγμένος στην άγνοια και την παραφορά και το συσκοτισμένου νου του μέσω της προβολής του αρνητικού του σε τεράστιες οθόνες εκατέρωθεν της σκηνής. Μαύρη και σκοτεινή είναι η ψυχή του, όχι απλά το δέρμα του.

Ο Ιάγος, ο αντεστραμμένος Οθέλλος,  ξεδιάντροπα αποκαλύπτει τη δική του ψυχή απευθυνόμενος στο συνένοχο κατ’αυτόν κοινό με έναν ύμνο στο εγώ και το... ηθικό δικαίωμά του να εκμεταλλεύεται τους πάντες για χάρη του. Κορυφαία η σκηνή με τον Ιάγο με μικρόφωνο στο χέρι ως σύγχρονος περφόμερ που εκτελεί το νούμερό του, να ζητά βοήθεια από τους θεατές στην εκπόνηση του σχεδίου του: Καμιά ιδέα; Γέλιο. Προσπαθεί να μας κάνει να συμμετέχουμε όπως στο παιδικό θέατρο. Απάντηση καμμιά. Επιμένει. Καμιά ιδέα; Αρχίζουμε να υποπτευόμαστε πως θέλει να μας πει πως σε τίποτα δε διαφέρουμε από αυτόν. Τα γέλια χαμηλώνουν. Επιμένει πιο απαιτητικά. Καμμιά ιδέα; Τα γέλια γίνονται απορημένα. Απόκριση καμμιά. Επιμένει με αγωνιώδες ουρλιαχτό. ΚΑΜΜΙΑ ΙΔΕΑ; Τα γέλια παύουν, τα μάτια των θεατών στενεύουν. Καταρέει. Εκείνη είναι η μόνη στιγμή που υψώνεται, που νιώθει βαθιά μέσα του τη μοναχική πορεία του εγώ. Και θρηνεί, απελπίζεται. Είναι αργά για να κάνει πίσω. Πάντα ήταν αργά. Σηκώνεται και συνεχίζει ήρεμος να χλευάζει ξεδιάντροπα τους Οθέλλους, τις Δεισδαιμόνες, τους πάντες. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Εξαιρετικές και οι σκηνές της αρχής και του τέλους με κοινό τους σημείο το κρεβάτι με τα λευκά άστρωτα σεντόνια να δεσπόζει στο κέντρο. Μια υποβλητική τελετουργία και στις δυο σκηνές λαμβάνει χώρα. Στην εναρκτήρια η τελετουργική ερωτική ένωση του Οθέλλου και της Δεισδαιμόνας. Αμίλητοι οι ηθοποιοί εν μέσω των καθήμενων γύρω τους προσώπων όλου του έργου, σηκώνονται. Πρώτος ο Οθέλλος γδύνεται, ένας συμβολικός τρόπος να δείξει το γδύσιμο της ψυχής του. Αποκαλύπτεται. Η Δεισδαιμόνα, η μόνη που το αντιλαμβάνεται, με ανάλογες αργές σχεδόν κατανυκτικές κινήσεις όσο και απλές βγάζει τα ρούχα της και αγκαλιάζει στο κρεβάτι τον Οθέλλο. Ο έρωτας. Γύρω από το ίδιο κρεβάτι βρίσκονται όλοι και στη σκηνή του τέλους. Δεν κάθονται πια. Στριφογυρνούν ταραγμένοι και ζοφεροί. Πάνω στο ίδιο αυτό κρεβάτι ο Οθέλλος σκοτώνει τη Δεισδαιμόνα. Ο θάνατος. Ο κύκλος έκλεισε. Κλείνει τελειωτικά με το θάνατο των παγιδευμένων στα δίχτυα της άγνοιας, όλων. Του Ανθρώπου που λυγίζει από την αποκάλυψη της αλήθειας. Μόνον ο Ιάγος δεν πεθαίνει επί σκηνής. Αλλά αυτή τη φορά δε ζητά τη συμμετοχή μας. Το ξέρει ότι εδώ συμμετέχουμε. Ακούσια στην τραγική μοίρα του ανθρώπου.