Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Κ.Κ. 13 ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη σε μουσική της Λένας Πλάτωνος και σκηνοθεσία του Δημήτρη Παπαϊωάννου

Κ.Κ. 13 ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη σε μουσική της Λένας Πλάτωνος και σκηνοθεσία του Δημήτρη Παπαϊωάννου-ερμηνεύει ο Γιάννης Παλαμίδας

Κι όμως είχε κάτι ακόμα να πει ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Ανασυρμένος από τα βάθη μιας μνήμης εφηβικής αναγνωσμάτων του παρελθόντος, ήρθε στο φως με νέα ενδύματα, δύσκολα αναγνωρίσιμος, όμως ο στίχος ήταν εκεί, ο ίδιος κι απαράλλαχτος, η ίδια συγκίνηση, όχι νοσταλγική από γρατζούνισμα της μνήμης, συγκίνηση νέα, λέξη τη λέξη που ξαφνικά αυτονομήθηκε, κάθε λέξη βαρειά μες στο δικό της σύμπαν, μαύρη τρύπα που καταπίνει τον εαυτό της να γεννηθούνε αστέρια, κάθε λέξη του μικρού ποιήματος διεστάλη να αντέξει το βάρος της, τώρα, μετά από τόσα χρόνια σκόνης πάνω της στο ξεχασμένο ράφι της βιβλιοθήκης, βλέπω πόσο βαρειά ήτανε η συγκίνηση για τα ποιήματά του, που τώρα πια φαίνεται λέξη τη λέξη.

Αστοχίες πέραν τούτου ένα σωρό, από τη συνθέτρια, τον ερμηνευτή, τον χορευτή με την ιδιότητα του σκηνοθέτη εδώ. Η μανιέρα του ερμηνευτή ακόμα κι εκεί που δεν ταιριάζει να αποπροσανατολίζει, η μουσική της συνθέτριας να επαναλαμβάνεται σε κάθε στίχο χωρίς να εξελλίσσεται, και άλλα, και άλλα, αλλά όλα αυτά μαζί δεν πτοούν τη λέξη του στίχου, σηκώνεται, τινάζει τη σκόνη και συνεχίζει με ή χωρίς εμάς, ιδεώδης, όπως θα την ήθελε ο  Κωνσταντίνος Καβάφης.

Η Λένα Πλάτωνος έμοιαζε εγκλωβισμένη στη μουσική της χωρίς δυνατότητα να την πάει πιο πέρα, να δώσει κάτι καινούριο. Όχι με την ανάγκη μιας πρωτοτυπίας για την πρωτοτυπία, αυτής που είναι προκάλυμμα της στατικότητας, αλλά του αληθινά νέου που πατάει στο παλιό, του αληθινά πρωτοποριακού χωρίς αναμασήματα της παλιάς δημιουργικότητας. Πάντως έμεινε συνεπής ως προς το αγαπημένο χρώμα της, το φυλακισμένο άσπρο.

Ο Γιάννης Παλαμίδας, περιχαρακωμένος κι αυτός στην παγιωμένη φωνητική μανιέρα του Σαμποτάζ, άφηνε την εξαίσια γκάμα της φωνής του να σαμποτάρει πολλούς στίχους του Καβάφη επιμένοντας στους παλιούς πλην όμως εν πολλοίς αταίριαστους εδώ εκφραστικούς του τρόπους. Ειρωνεία εκεί που θα έπρεπε να περνάει συμπόνοια, επιφανειακή παιδικότητα εκεί που θα έπρεπε να αποδίδει με την ερμηνεία του αθωότητα.

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, όσο χαρισματικός κι αν είναι, θυσίασε εδώ το βαθειά ερωτικό πνεύμα πολλών Καβαφικών στίχων περιορίζοντας το σε ομοφυλοφιλικό. Όσο καλοπροαίρετος κι αν είναι κανείς, δεν μπορεί να αντιληφθεί γιατί οι ερωτικές επιλογές του Καβάφη πρέπει να περιορίζουν τόσο εμμονικά την ευρύτητα της ποίησής του, και τι σχέση μπορεί να έχουν με τη διαχρονική αξία του έργου του οι προσωπικές επιλογές του ποιητή. Ποιον αλήθεια αφορά κάτι παρακάτω και μονόπλευρο από τον Έρωτα στα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη; Κι ακόμα περισσότερο συλλογάται κανείς ότι η πρόκληση συνήθως αποπροσανατολίζει και πουλάει. Όμως το ζητούμενο είναι η πρόκληση που θα σπάσει το κουκούτσι για να φτάσουμε στον πυρήνα και όχι η πρόκληση που θα τραβήξει το βλέμμα μας μακριά και από κουκούτσια κι από πυρήνες. Στα λοιπά όμως ποιήματα που σκηνοθέτησε, κατάφερε, αν κανείς ξέφευγε από την περιορισμένη σκηνοθετική του ματιά στα ερωτικά, να αναδείξει τον Καβαφικό στίχο με τρόπο που του ταιριάζει.

Ο Καβάφης παρά τις όποιες αστοχίες κατάφερε να είναι παρών. Να μην χαθεί εξαιτίας τους. Ίσως τελικά μόνον και μόνον για αυτό άξιζε να τιτιβίσει κανείς στο τέλος της συναυλίας, αν και πιο χαμηλόφωνα από περασμένους καιρούς.

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Ο καλός καλικάντζαρος και οι δύο συμβουλές- χριστουγεννιάτικο παραμύθι

Aπό το βιβλίο "Αερικά ξωτικά και καλικάντζαροι" του Θάνου Βελλουδίου, του ζωγράφου Π.Τέτση

-«Είμαι καλικάντζαρος,
    καλός, κακός και άντζαρος!»
Ξελαρυγγιάζονταν να τραγουδούν οι άλλοι καλικάντζαροι μέρες χρονιάρες που ήταν. Κόντευαν Χριστούγεννα κι είχαν όλοι τους ανέβει πάνω στη γη να κάνουν όσο πιο πολλές ζαβολιές και καλικαντζαριές μπορούσαν. Εκείνος προσπαθούσε να τραγουδήσει όσο πιο παράφωνα γινόταν, μα δεν τα κατάφερνε. Όλο και του ξέφευγε μια όμορφη νότα, όλο και κάποια μελωδία. Τα άλλα ζούδια τον στραβοκοίταζαν.
-«Ε, πρόσεχε τραγουδάς όμορφα σαν άνθρωπος! Πιο φάλτσα, πιο φάλτσα, προσπάθησε!»
Προσπαθούσε ξαναπροσπαθούσε αλλά δεν τα κατάφερνε. Και να ήταν μόνον αυτό; Πήγαινε να χοροπηδήσει κι αντί για αυτό χόρευε! Πήγαινε να βρωμίσει και στο τέλος στόλιζε ό,τι άγγιζε. Όταν μάλιστα μια μέρα τον είδε η μαμά του να κόβει τα βρωμερά του νύχια έβαλε τα κλάμματα.
-«Αχ, ζούδι μου, τι θα πει ο κόσμος αν σε δει με καθαρά νύχια;»
Ο κόσμος των καλικαντζάρων είπε με ουρλιαχτά χοροπηδητά και πειράγματα  ένα θαυμάσιο εξαιρετικά παράφωνο τραγούδι:
-«Έξω, φεύγα, δεν είσαι καλικάντζαρος εσύ!
   Έξω φεύγα, είσαι καλός, καλλίφωνος και κάλλιστος
   και όχι καλικάντζαρος κακός, κακόφωνος και κάκιστος!»

 από το βιβλίο "Αερικά ξωτικά και καλικάντζαροι" του Θάνου Βελλουδίου, του ζωγράφου Γ.Γλιάτα)

Ο καλός καλικάντζαρος μάζεψε την καλοσύνη του και τι να κάνει, πήρε δρόμο. Πήγε στον κόσμο των ανθρώπων. Επιτέλους σκέφτηκε και αναγάλιασε η καλικαντζαρίσια του καρδιά, εκεί θα τραγουδώ όσο μελωδικά θέλω, θα καθαρίζω αντί να βρωμίζω και θα έχω νύχια καθαρά. Ντύθηκε, πλύθηκε στολίστηκε και έφτασε. Στην αρχή όλα πηγαίνανε καλά, τραγουδούσε σε χορωδίες, πήγε σχολείο, ποτέ δεν μουντζούρωνε το θρανίο του, έγινε καλλιγράφος και στόλιζε με πανέμορφες ουρίτσες τα γράμματά του. Κάποια μέρα όμως θυμήθηκε την καλικαντζαρίσια του φύση και ζωγράφισε όχι καλλιγραφικές, μα καλικαντζαρίσιες ουρίτσες στα γραμματάκια του. Τα μάτια της δασκάλας στένεψαν θυμωμένα και τα άλλα παιδιά άρχισαν να τον κοροϊδεύουν σαν καλικάντζαροι. Μια άλλη φορά, που έλεγε τα κάλαντα, αντί για μελωδία τού βγήκε άθελά του ουρλιαχτό. Οι νοικοκύρηδες του σπιτιού ούρλιαξαν και αυτοί από φρίκη και του έκλεισαν την πόρτα κατάμουτρα. Όταν πια τον είδαν να έχει ξεχάσει να κόψει τα βρωμερά του νύχια, τότε οι άνθρωποι βεβαιώθηκαν πως δεν ήταν άνθρωπος, όχι εντελώς τουλάχιστον, και του τραγούδησαν εξαιρετικά καλλίφωνα ένα τραγούδι της όπερας:
-«Έξω, φεύγα, δεν είσαι άνθρωπος εσύ!
    Έξω, φεύγα, είσαι κακός, κακόφωνος και κάκιστος
    και όχι άνθρωπος καλός καλλίφωνος και κάλλιστος!»

Tι να κάνει πια, μάζεψε προσεχτικά την ουρά του κάτω από το παλτό του και παίρνει δρόμο. Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, ξαναπαίρνει άλλο δρόμο, αλλά πού να φτάσει δεν ξέρει. Εκεί που περιπλανιόταν βλέπει ένα έλκηθρο που το σέρνανε τάρανδοι να περιμένει πάνω από ένα σπίτι.
-«Τι είναι τούτο άραγε», σκέφτηκε. Βλέπει μέσα στα σκοτάδια ένα κόκκινο φωτάκι, πλησιάζει.
-«Με λένε Ρούντυ και μου αρέσουν τα αινίγματα, εσένα;», του λέει το κόκκινο φωτάκι.
Κοιτάζει καλύτερα και βλέπει πίσω από αυτό έναν τάρανδο.
-«Δεν είμαι καλικάντζαρος, δεν είμαι άνθρωπος, τι είμαι;» απαντά η καλικαντζαρίσια ουρά που είχε στο μεταξύ ξεμυτίσει από το παλτό.
-«Χμμ, δύσκολο αίνιγμα», ξύνει τη φωτεινή κόκκινη μύτη του ο Ρούντυ, «για δοκίμασε τη μύτη μου να δεις μήπως είσαι τάρανδος του Άη Βασίλη. Από εκεί ψηλά που θα πετάς, δε θα νοιάζεσαι ούτε αν είσαι άνθρωπος, ούτε αν είσαι καλικάντζαρος».
Φοράει την κόκκινη μύτη ο καλός καλικάντζαρος και ούτε σκέφτηκε από τη χαρά του να ρωτήσει ποιος είναι αυτός ο Άη Βασίλης. Δοκιμάζει να χοροπηδήσει ο καλικαντζαρίσιος του εαυτός και η μύτη όλο του έπεφτε. Δοκιμάζει να κάτσει ήσυχα ο ανθρώπινός του εαυτός, η μύτη δεν άναβε.
-«Μόνο άμα πετάς στα σύννεφα θα δουλεύει η μύτη», είπε ο Ρούντυ και την ξαναφόρεσε.
-«Θα το σκεφτώ, σ’ευχαριστώ», αναστέναξε ο καλός καλικάντζαρος και απόρησε φεύγοντας ποιος να είναι αυτός ο κύριος με την άσπρη γενειάδα και τον κόκκινο σκούφο που πάλευε να ξεκολλήσει από την καμινάδα.

 Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, ξαναπαίρνει άλλο δρόμο, αφήνει άλλον ένα, ώσπου βλέπει ένα παράξενο στρατιωτάκι να χορεύει μπαλέτο δίπλα από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο.
-«Μήπως ξέρεις πώς να πάω; Έχω χαθεί», του λέει ο καλός καλικάντζαρος και κάθεται ξεθεωμένος από τα πήγαινε-έλα κάτω από το δέντρο με τα πολλά λαμπάκια.
-«Να πας πού;» απαντά το στρατιωτάκι χωρίς να σταματήσει το χορό.
-«Μα σου είπα, δεν ξέρω, έχω χαθεί», λέει και η καλικαντζαρίσια του ουρά ετοιμάζεται να πριονίσει το δέντρο.
Το στρατιωτάκι-χορευτής είδε την ουρά, είδε και τα ήμερα ματάκια του και κατάλαβε.
-«Άλλος ένας παραστρατημένος καλικάντζαρος» σκέφτηκε από μέσα του και είπε φωναχτά:
-«Βγες από το παραμύθι σου και όλα θα είναι μια χαρά, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν καλικάντζαροι. Δες εμένα», συνέχισε κάνοντας μια πιρουέτα, «όταν δεν χορεύω στο χριστουγεννιάτικο παραμύθι μου, σπάω απλά καρύδια και δεν έχω ούτε το βασιλιά των ποντικών να πολεμήσω ούτε άλλον κανένα. Να σου συστηθώ. Λέγομαι Καρυοθραύστης. Σου αρέσουν τα καρύδια;» απλώνει το χέρι να του προσφέρει μερικά.
-«Η αλήθεια είναι ότι δεν τα προτιμώ» είπαν ευγενικά τα ήμερα ματάκια του, την ίδια στιγμή που η καλικαντζαρίσια του ουρά έσπαγε απλά μια μπάλα.
Τον τρόμαξαν τον καλό καλικάντζαρο και τα καρύδια που τα σιχαινόταν και η μπάλα που έσπασε κι όπου φύγει φύγει.

Τι να κάνει τώρα; Έκανε το μόνο πράγμα που ήξερε να κάνει καλά. Δρόμο να παίρνει, δρόμο να αφήνει, να ξαναπαίρνει άλλο δρόμο κι άντε πάλι από την αρχή. Κουράστηκε, πού να κάτσει, βλέπει ένα τσίρκο, χώνεται μέσα κι αυτός κι η ουρά του, ετοιμαζόταν να κοιμηθεί, να ξεκουραστεί επιτέλους.
-«Κυρίες και κύριοι, θαυμάστε τον ακροβάτη που ποτέ δεν πέφτει ούτε από τη μια ούτε από την άλλη πλευρά, ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί, κοιτάξτε τον!», φωνάζει με τον τηλεβόα ένας παχουλός κύριος με ημίψηλο καπέλο.
Ο δύστυχος καλικάντζαρος κοιτάζει μιας και δεν τον άφηνε η φωνή να κοιμηθεί. Γουρλώνει τα ήμερα μάτια του, τεντώνει την ουρά του και έτσι μείνανε και τα δύο όση ώρα ισορροπούσε με τρόπο θαυμαστό ο ακροβάτης χωρίς να πέφτει.
-«Αυτό είναι!» σκέφτηκε και από μέσα του κι απ’έξω του, «θα γίνω ακροβάτης, να βαδίζω στο σχοινί και να μην πέφτω ούτε στους καλικάντζαρους ούτε στους ανθρώπους! Να ξεγουρλώσουν τα μάτια μου και να κουλουριαστεί η ουρά μου αν δε γίνω!».
Τα μάτια του μέχρι σήμερα συνεχίζουν να είναι γουρλωμένα και η ουρά του τεντωμένη. Έπιασε δουλειά στο τσίρκο που από τότε γεμίζει καλικαντζάρους και ανθρώπους για να τον δουν.

Κι αν βιάζεστε να πάτε κι εσείς, μη ρωτάτε για το πότε, γιατί ο καλός μας ο καλικάντζαρος ένιωθε τόσο καλά πάνω στο τεντωμένο σχοινί, που δεν ξανακατέβηκε από εκεί. Μπορείτε να τον θαυμάσετε ό,τι ώρα και ό,τι χρονιά θέλετε. Εκεί θά’ναι, σας περιμένει, και τους καλικαντζάρους και τους ανθρώπους.