Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Τα δικά μου Χριστούγεννα


Τα δικά μου Χριστούγεννα είναι στο διάστημα με ένα νεφέλωμα για φάτνη και βοσκούς εξωγήινους. Η Παναγία η Lacrimosa πετά πάνω από το Θείο Βρέφος και το θηλάζει δάκρυα αστραφτερά. Ο Χριστός παίζει κρυφτό με όλα τα παιδιά του κόσμου και κρύβεται κάτω από τις διαστημικές στολές των μάγων. Χίλια αστέρια τον δείχνουν με το πολύχρωμο φως τους και τα δώρα που παίρνει, αστρόσκονη, φως και πόνο. Οι άγγελοι με φτερά μεταλλικά ψάλλουν ο καθένας στην ολόδικια του ακατανόητη για τους άλλους λαλιά του: αλαρίνα, θαρέτω, μηράνι, φωτρέλαψο. Μα όλοι λένε το ίδιο, ότι  ο Χριστός θα μείνει για πάντα παιδί για να μπορεί να παίζει με όλα τα παιδιά του κόσμου.

Τα δικά μου Χριστούγεννα είναι νερένια με μια θαλασσινή σπηλιά για φάτνη και βοσκούς με ψαρίσια ουρά. Η Παναγία είναι η μοναδική γοργόνα του κόσμου που απαρνήθηκε με πόνο τα πόδια της  και ενώνει τα δάκρυα της με το θαλασσινό νερό. Ο Χριστός εξημερώνει τους καρχαρίες και μαδά μαζί τους τετράφυλλα τριφύλλια που λένε πάντα σ΄αγαπώ. Οι τρεις μάγοι καταφθάνουν άλλος από τον ουρανό, άλλος από τη στεριά, άλλος από τα έγκατα της γης. Αήρ, χους, λάβα, τα εξωτικά τους δώρα. Κοπάδια θαλάσσιων αγγέλων με φτερωτά πτερύγια μοιάζουν να στεφανώνουν τον ήλιο που κοιτά ανάσκελα από τον άπατο πυθμένα ο Χριστός, καθώς πέφτει όλο και πιο ταπεινά, όλο και πιο βαθιά.

Τα δικά μου Χριστούγεννα είναι στο πιο ασήμαντο λουλούδι του κόσμου με ένα πέταλο άσπρο για φάτνη. Η Παναγία ραίνει το Χριστό δροσοσταλίδες του πρωινού και εκείνος τις κάνει γυάλινα τόπια που μοιράζει σε όλα τα παιδιά του κόσμου. Οι μάγοι είναι τρεις ψυχές  πεταλούδες, που αφήσαν τα καντήλια που τριγυρνούσαν για να φέρουν τα δώρα τους στο Χριστό: λάδι, αλάτι, πέτρα.  Οι άγγελοι είναι φύλλα φθινοπωριάτικα, κίτρινα, κόκκινα, καφετιά που στριφογυρίζει ο αέρας γύρω από το ταπεινό αγριολούλουδο και αυτά χορεύουν τον ψαλμό τους με συρσίματα στο ξερό χώμα.

Τα δικά μου Χριστούγεννα είναι στα μάτια του φοβισμένου παιδιού με φάτνη τη διεσταλμένη κόρη του. Η Παναγία του χαρίζει τα δάκρυά της για να επιπλέει ο μικρός Χριστός κι εκείνος κάνει την κόρη του ματιού βαρκούλα που αρμενίζει στο φόβο. Οι  μάγοι είναι τρία πουλιά πετάμενα στο γαλάζιο του ουρανού που καθρεπτίζονται στο βλέμμα του παιδιού κι αφήνουν να πέσει από το ράμφος τους μια ονειραχτίδα, ένα ψέμα κι ένα χάδι. Οι φύλακες άγγελοι αμέτρητοι πεταρίζουν τα φτερά τους κάθε που το παιδί φοβάται μέχρι που σηκώνουν άνεμο δυνατό που διαλύει το φόβο σε μικρά ψίχουλα για τα πεινασμένα σπουργίτια.

Τα δικά μου Χριστούγεννα είναι στις τσέπες ενός άστεγου με φάτνη το τελευταίο ψίχουλο αξιοπρέπειας. Η Παναγία στέρεψε από δάκρυα και ο Χριστός απόμεινε νηστικός. Τρώει το κλάμα του και θεριεύει, βγαίνει από την τσέπη και κουρνιάζει θεόρατος στο άγαλμα του Αγνώστου Συμπολίτου. Οι τρεις μάγοι έχασαν το δρόμο τους και στέλνουν με μέιλ τα δώρα τους, γράμματα ανάκατα χξαηυεηδξ, κομμένη παροχή ηλεκτρικού κι ένα ξεθωριασμένο βλέμμα. Οι άγγελοι είναι φτερωτές απαλές παιδικές κουβερτούλες που χαϊδεύουν τα αξύριστα μάγουλα των αστέγων τρυφερά στον ύπνο τους. 

Τα δικά μου Χριστούγεννα.

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Ο Εφιάλτης

Τ' όνομά της ήταν Ακτή και Κυριακή. Είχε μαύρα μάτια μαύρα μαλλιά μαύρα φορέματα μαύρα μεσοφόρια κι ένα άλογο κατάμαυρο. Όμως τη λέγαν Ακτή και Κυριακή. Το σπίτι της ήταν σ' 'ενα νησί κι ήταν γεμάτο πιστόλια πορφύρες σημαίες άστρα στα δίχτυα πυροβόλα σκάφανδρα αγκίστρια κιβώτια με όνειρα, κιβώτια με σφαίρες νησιώτικες φορεσιές λάμπες με γυαλιά χρωματιστά μαντίλια χρωματιστά κι ένα παλιό σκουριασμένο κανόνι. Σα  βράδιαζε στο παράθυρο άναβε ένα φανάρι. Άναβε-έσβηνε άναβε-έσβηνε κι αμέσως μια έρημη βάρκα άραζε πλάι στη σιδερένια πόρτα του σπιτιού κι ένας-ένας πέντε άντρες γλιστρούσαν μέσα στο σπίτι. Σε λίγο από ένα κρυφό πορτόνι σκεπασμένο από τ' αθάνατα ο Πρώτος άντρας έβγαινε νεκρός. Ο Δεύτερος με το πρόσωπο γεμάτο αίματα κρατώντας ένα πεντάμορφο βρέφος σφιχτά στην αγκαλιά του. Ο Τρίτος κι αυτός γεμάτος αίματα κρατώντας ένα αυτόματο σφιχτά στην αγκαλιά του. Ο Τέταρτος σερνάμενος τυλιγμένος από την κορφή ως τα νύχια σ' ένα βαρύ σκούρο πράσινο ύφασμα. Ο Πέμπτος κι αυτός νεκρός. Όμως η πιο εξαίσια νεκρή ήταν η κοπέλα μέσα στο κάτασπρό της φόρεμα κατάχαμα ξαπλωμένη στη μέση του δωματίου πλάι στο σκοτωμένο μαύρο άλογό της πλημμυρισμένη κι αυτή στο αίμα τα χέρια σταυρωτά ψηλά στο στήθος και μ' ένα χαμόγελο και μ' ένα πράσινο κλωνί στο στόμα ενώ οι πέντε γερμανοί αδύναμοι μπροστά της χαιρετούσαν σε στάση προσοχής.
      
Μίλτος Σαχτούρης, Παραλογαίς (1948)

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Μίλαγες πατέρα

Μίλαγες πατέρα, μίλαγες κι εγώ σε άκουγα σε έβλεπα δε σε χόρταινα, παρακάλαγα να μην τελειώσει το απομεσήμερο, αργά, πολύ αργά, η τελετή του νιπτήρος είχε συντελεστεί προ πολλού, τριάντα χρόνια πάνε, όμως τώρα είσαι εδώ κάτω από την πέργολα του δικού μου σπιτιού, όλα δικά μου ένα γύρω, τα παιδιά μου τα σκυλιά μου τα γατιά μου, οι σκέψεις μου, η ζωή μου, όλα δικά μου τα κατάκτησα πολεμώντας βήμα το βήμα κραυγή την κραυγή, όλα δικά μου. Εκτός από σένα.
Μίλαγες με το τσιγάρο να κρέμεται από τo στόμα  άναφτο όλη την ώρα, σε είχε καταπιεί το παρελθόν σου, ιστορίες για τα θαυμαστά που είδες, που έζησες, για τον καϊκτζή που του κόλλησες το κυνηγετικό στον κρόταφο να περάσει με μπουρίνι απέναντι τον φαρμακωμένο από την οχιά, ή όλοι ή κανείς κρoτάλιζες, για το φούρνο της γειτόνισσας που κρύφτηκες πιτσιρικάς  δυο μέρες μη  σε βρουν οι φρίτσηδες που σου΄δωσαν να πιάσεις το όπλο τους και συ πυροβόλησες το άλογό τους, όλες διαλεχτές, ηρωικές, τις άλλες σε ευχαριστώ τώρα πια που τις ξέχασες.
Μίλαγες κι εγώ με έβλεπα μικρό παιδί δίπλα σου να πετάμε μαζί χαρταετό, εγώ πάντα μικρό παιδί, εσύ μεγάλωνες, πάλι δίπλα σου να σε κοιτώ να λες ή όλοι ή κανείς, εσύ τώρα γέρος, εγώ ακόμα μικρό παιδί, κάθεσαι επιτέλους στ’ αλήθεια δίπλα μου, σε ακούω να μιλάς, να μιλάς για μια ζωή που πέρασε κι εγώ δεν ήμουν μαζί σου.
 Ή όλοι ή κανείς.
Δεν με πήρες ούτε μια φορά μαζί σου. Κι εγώ σε παρακάλαγα κι εσύ έφευγες μόνος.
Μίλαγες πατέρα, μίλαγες κι εγώ έβλεπα επιτέλους να ξεδιπλώνονται μπροστά μου όλα αυτά που δεν ζήσαμε μαζί, μια πλάτη πάντα έβλεπα με σβυστό τον ήχο να με οδηγεί στο σχολείο, να τρώει στο τραπέζι, να πίνει τον απογευματινό καφέ. Μια πλάτη, ούτε μάτια, ούτε στόμα, την μορφή σου μόλις έστρεφες το κεφάλι την ξέχναγα.
Μίλαγες πατέρα κι εγώ έκλεινα τα μάτια και ανακάλυπτα μέσα μου την μορφή σου, επιτέλους τη θυμήθηκα, τη θυμάμαι, κι όσο πιο πολύ μιλάς τόσο ζωντανεύουν τα χρώματά της, μίλα πατέρα, μίλα όσο μπορείς. Δε θέλω να ξαναφύγει η μορφή σου από μέσα μου.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Έρημος , Κάρλο Μικελστέτερ, Πάολο Μουζίο, Θεόδωρος Τερζόπουλος

Έρημος του Κάρλο Μικελστέτερ, Θ. Τερζόπουλος, Ελευσίνα 2011
 
Έρημος, Κάρλο Μικελστέτερ (1887-1910)

 Μιλάς, μιλάς και πολεμάς
Τις λέξεις με τις λέξεις
Και  ο πόνος στάζει
Τη φωνή σου
Και η φωνή σου δεν είναι
η φωνή σου.
Κι εσύ μιλάς, μιλάς
Και κανείς δεν σ’ ακούει
Δε θα πείσεις κανέναν

Μιλάς, μιλάς σαν θαμμένος
ζωντανός
στη μέση της ερήμου
 και περιγράφεις την ταφή σου

Δεν μπορείς να κρατηθείς
όρθιος
Ο Θεός που σε κρατούσε όρθιο
που σου έκανε τη μέρα
φωτεινή
και την τροφή γλυκιά
που σου έδινε την οικογένεια
την πατρίδα, τον παράδεισο
τώρα σε προδίδει σ’ εγκαταλείπει

Δεν υπάρχει για σένα ψωμί
Δεν υπάρχει νερό
Δεν υπάρχει πατρίδα
Δεν υπάρχει Θεός
Δεν υπάρχει αρχή και τέλος
Κι εσύ μιλάς, μιλάς στη μέση
της ερήμου
και πολεμάς τις λέξεις με τις
λέξεις
και δεν θα πείσεις κανέναν

Αύριο θα πεθάνεις
η μνήμη πεθαίνει μαζί σου
μαζί σου πεθαίνει όλη η
οικογένεια όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν
μαζί σου
κι ο Θεός πεθαίνει μαζί σου
το βασίλειο των ουρανών
γκρεμίζεται μαζί σου,
αύριο θα είσαι νεκρός  νεκρός
αύριο όλα τελειώνουν το σώμα σου, η οικογένειά
σου,
οι φίλοι σου, η πατρίδα σου,
ό, τι κάνεις, ό, τι μπορείς ακόμα
να κάνεις,
το καλό, το κακό,
το αληθινό, το ψεύτικο,
οι ιδέες σου, ο ρόλος σου
ο παράδεισος, η κόλαση, όλα.
Όλα αύριο τέλειωσαν, όλα
Κι εσύ μιλάς, μιλάς 
και κανείς δε σ’ ακούει

Μόνος στη μέση της ερήμου
στον ίλιγγο του βάθους  της
ζωής
μιλάς, μιλάς και κανείς δε σ’
ακούει.

Κάθε στιγμή σου
ένας αιώνας από τη ζωή των
άλλων
των άλλων που συνεχίζουν να
ζουν, για να ζουν 
για να μην πεθάνουν
Η ζωή τους δεν είναι
παρά ο φόβος του θανάτου
όποιος φοβάται το θάνατο
είναι ήδη νεκρός.

Και συ μιλάς, μιλάς
και ο πόνος 
στάζει τη φωνή σου
και η φωνή σου
δεν είναι η φωνή σου.

Μιλάς, μιλάς
και οι λέξεις σου πλέκουν
ένα καινούριο πέπλο
που γεννιέται απ’ το σκοτάδι.

Τέντωσε τ’ αυτί σου
θ’ ακούσεις φωνές διαταγής
φωνές βλαστήμιας
φωνές χωρίς σκοπό
θα δεις σ’ όλους το φόβο
και το άγχος του κυνηγημένου
κτήνους
Κοίταξέ τους πώς βιάζονται,
σπρώχνονται, εμπορεύονται
Πού πηγαίνουν και τι θέλουν
γιατί υπερασπίζονται ο ένας
τον άλλον.
Φοβούνται περισσότερο τη
ζωή από το θάνατο.
Και σφάζουν
ο ένας τον άλλο
Κι εσύ μιλάς, μιλάς
Και κανείς δεν σ’ ακούει
Συνεχίζεις κουφός
και ο πόνος στάζει τη φωνή
σου και η φωνή σου, δεν είναι
η φωνή σου.

Και γύρω σου οι ιστορικοί,
οι μεταρρυθμιστές,
οι λογοτέχνες, οι δημαγωγοί,
οι άνθρωποι του κράτους
όλοι λίγο πολύ
με τις αποσκευές των
προκαταλήψεων
και των δεισιδαιμονιών
Σίγουροι σα θεοί

Ο εκφυλισμός τους
ονομάστηκε
πολιτική αγωγή
ο φόβος τους 
το νέο ήθος
η βία τους
το σπαθί της δικαιοσύνης
και με τα λόγια τους
εκμεταλλεύονται τις τρέχουσες
ιδέες και καταστροφές
και ωθούν την κοινωνία
σε σταδιακή προσαρμογή
στην οργάνωση
των εχθρικών δυνάμεων
Κι εσύ μιλάς, μιλάς
και κανείς δεν σ’ ακούει

Μόνος στη μέση της ερήμου
στον ίλιγγο του βάθους της
ζωής
μιλάς, μιλάς και κανείς δεν σ’
ακούει

Όταν φτάσεις στη σιωπή
τότε η κάθε πράξη
θα έχει την απόλυτη αιτία της.
Πριν φτάσει κάθε λέξη στο
βασίλειο  της σιωπής
θα είναι κόσμημα
στο απέραντο σκοτάδι
η λέξη δεν θα έχει πια
περιεχόμενο
παρά μόνο το ελάχιστο
σκοτεινό ένστικτο της ζωής.

Στάζει μέσα στην καρδιά σου,
ο πόνος της τύψης
και γεννιέται η Σοφία
και συ δεν την θέλεις.

Μετάφραση: Φλώρα Κονταράτου

Θα παρέθετα μονάχα το μεταφρασμένο απόσπασμα του Κάρλο Μικελστέτερ-είναι από μόνο του αρκετά δυνατό, ώστε να μην χρειάζεται συμπληρωματικά…λόγια-, αν δεν άξιζε ιδιαίτερα μνεία η θεατρική αναπαράστασή του από το Θεόδωρο Τερζόπουλο, ο οποίος το ανέσυρε και μας έδωσε μια ιδιαίτερη και καθοριστική οπτική διττή:και με το σαφές επίκαιρο πολιτικό μήνυμα που είδε σε αυτό και με τη στάση του γενικότερα ως πνευματικού ανθρώπου.
Πρώτα το άμεσα ορατό: «Μιλάς, μιλάς και πολεμάς
     τις λέξεις με τις λέξεις».
Ο εξαιρετικός ηθοποιός Πάολο Μουζίο αποδίδει στη γλώσσα του μισοκαταληπτά μισοακατάληπτα μάλλον το πλήρες κείμενο του Μικελστέτερ. Ο Τερζόπουλος δεν θέλει να τον βάλει να το πει στη δική μας γλώσσα, γιατί αυτόματα θα αναιρούσε το ίδιο το νόημα του κειμένου. Δε θέλει να πολεμήσει τις λέξεις με άλλες λέξεις. Θέλει να μας κάνει να βιώσουμε το μήνυμα μέσα από την ερμηνεία του ηθοποιού του, μέσα από την αποδόμηση του λόγου και την ανάδυση ενός άλλου τρόπου επικοινωνίας καίριου άμεσου, βιωματικού, πανανθρώπινου που ξεπερνά το Εγώ και σκάβει ως τα μύχια του αρχέγονου Εμείς. Το προσωπικό βίωμα του Μικελστέτερ γίνεται έτσι δικό μας βίωμα ομαδικό. Ο δημιουργός όμως του κειμένου περιχαρακώνεται γύρω από την «μοναδικότητά» του, εντάσσει τον εαυτό του σε μία ελίτ, είναι ο ένας ο εκλεκτός, που ξέρει την αλήθεια αλλά κανείς δεν τον ακούει παρόλο που τη διατυμπανίζει: «Κι εσύ μιλάς, μιλάς
                                                  Και κανείς δεν σ’ ακούει».
Και πληρώνει το τίμημα της γνώσης του, της Σοφίας του, με μοναξιά, θάνατο, δυστυχία, πόνο, τρέλα .  Δεν την θέλει αυτή τη Σοφία, το αδιέξοδο της ύπαρξης, «την επίγνωση της απόγνωσης του να υπάρχεις»: "Και γεννιέται η Σοφία
                   και συ δεν τη θέλεις".
(την επόμενη μέρα που παρέδωσε το κείμενο Έρημος μαζί με συναφή στα πλαίσια της πτυχιακής του εργασίας για την Πειθώ, αυτοκτόνησε σε ηλικία 23 ετών, απόλυτα συνεπής(;) στην αυθεντικότητα των λόγων του).
Είναι πολύ εύκολο για τον κάθε θεατή χωριστά να ταυτιστεί με τον δημιουργό και να θεωρήσει τον εαυτό του ως τον έναν «που έγραψε τη μια και μόνη λέξη του κόσμου, που δεν το πήρε κανείς είδηση». Από την κυρία στην μπροστινή θέση που αναφώνησε στο τέλος της παράστασης επιτιμητικά για κάποιον που αποχώρησε ξεχνώντας στις κερκίδες το μπουκάλι με το νερό: «Πράγματι ζούμε στη μέση της ερήμου!» ως τον πραγματικό άγνωστο Μικελστέτερ της διπλανής πόρτας που αποκαλύπτεται απροσδόκητα σε μια αστραπή. Παρά το αγεφύρωτο επί της ουσίας χάσμα που χωρίζει τους δυο τους, ωστόσο υπάρχει ένα κοινό. Αμφότεροι δεν είδαν αυτό που μας έδειξε ο Τερζόπουλος στην παράστασή του. Η Σοφία αυτή (με μικρό σ για την κυρία, με κεφαλαίο για τον πολύτιμο άγνωστο Μικελστέτερ της διπλανής πόρτας) είναι πράγματι καταδικασμένη σε θάνατο (μας το επιβεβαιώνει ο δημιουργός της Ερήμου: «Αύριο θα πεθάνεις
               η μνήμη πεθαίνει μαζί σου»),
αν δεν καταφέρουμε να δούμε ότι ΟΛΟΙ την έχουμε μέσα μας είτε εν δυνάμει, είτε εκπεφρασμένη, και ότι αυτό που πραγματικά  λείπει είναι ο τρόπος να την ανασύρουμε από τον Άλλον, να του την δείξουμε, να’την, κοίτα, είμαστε όλοι κοινωνοί του ίδιου και του αυτού πράγματος, της ίδιας λέξης, δεν είσαι μόνος σου, μπορεί να μην σε ξέρω, αλλά ξέρω ότι νιώθεις τα ίδια, δεν είσαι μόνος σου, δεν είμαι μόνος μου, και ας μην σε ξέρω, κι ας μην με ξέρεις, κι ας μην έχω ποτέ την ευκαιρία να σε δω, κι ας μην έχεις ποτέ την ευκαιρία να με δεις, υπάρχεις όσο υπάρχω, ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο, η λέξη σου πολύτιμη, η σοφία σου πολύτιμη, θα σου πω μπράβο  αν την ακούσω και την έχεις γράψει με Σ κεφαλαίο, και αν δεν την ακούσω, μην νοιάζεσαι, γιατί ήδη υπάρχει μέσα μου, δεν είσαι μόνος, δεν είμαι μόνος κι ας μην βρεθήκαμε ποτέ.
Αυτό δεν είδε ο Μικελστέτερ και για αυτό ένιωσε απέραντη μοναξιά βαθιά ως τα τρίσβαθα, βαθιά ως την αυτοκτονία. Αυτό είδε ο Τερζόπουλος ξεπερνώντας τον Μικελστέτερ και δίνοντας του μεταθανάτια παρηγόρια και χείρα βοηθείας: 
«Αλησμονώ και χαίρομαι
Θυμούμαι και λυπούμαι
Ωχ θυμήθηκα την ξενιτειά
 Και θέλω να πηγαίνω»
Ένα ηπειρώτικο δημοτικό.
Η αυτοκτονία του Μικελστέτερ, ο ξενιτεμός του στο επέκεινα της ζωής, (επειδή ακριβώς ποθούσε τη Ζωή μέχρι την εσχατιά της, αυτήν την πραγματική που επειδή δεν μοιραζόταν όπως το εννοούσε, δεν άντεξε την απώλειά της),  εδώ γίνεται ομαδικό συναίσθημα εκπεφρασμένο όχι από το άτομο, τον ένα, αλλά από όλους. Ξενιτεμός και για τους δυο-αυτό να το αρνηθεί κανείς δεν μπορεί-, πόσο αδιέξοδος όμως για τον Έναν, πόσο λυτρωτικός για τα ενοποιημένα Εγώ των πολλών (όπως μόνον σε ένα δημοτικό μπορεί να φανεί τόσο άρτια), που ξέρουν ότι δεν είναι μόνοι. Είναι χιλιάδες, εκατομμύρια, είμαστε όλοι.


Αξίζει να συμπληρώσω ότι το δημοτικό «Αλησμονώ και χαίρομαι» το τραγουδούσαν Ηπειρώτες ανώνυμοι, απλοί άνθρωποι δίχως όνομα και επίθετο, έτσι ώστε να έρχονται σε σαφή αντίθεση με τον «επώνυμο» δημιουργό της Ερήμου. 

Επιπλέον ο Τερζόπουλος έδωσε την παράσταση στην Ελευσίνα, στα πλαίσια του τοπικού φεστιβάλ Αισχύλεια. Ήθελε να υμνήσει την Σοφία των πολλών ανωνύμων ντόπιων, σε αντίστιξη με αυτήν του Ενός, του Μικελστέτερ, τον οποίο βεβαίως δεν απέρριψε, αλλά οπωσδήποτε με τον τρόπο του συμπλήρωσε, επέκτεινε, ξεπέρασε. Οι «γνώστες» του Τερζόπουλου (ανάμεσά τους και η κυρία που θεωρώντας ότι είναι ξεχωριστή επιτίμησε και υποτίμησε το δυστυχή που ξέχασε το μπουκάλι) βρισκόμασταν με απλό εισιτήριο στη δεξιά πλευρά του θεάτρου. Οι ντόπιοι οι έχοντες κάρτα για όλα τα δρώμενα του φεστιβάλ (και που εν πολλοίς δεν θα είχαν γνώση του σκηνοθέτη και της κουλτούρας του), στην αριστερή. Αυτοί που καταχειροκρότησαν στο τέλος της παράστασης δεν ήταν τα κατά μόνας Εγώ της δεξιάς πλευράς, αλλά τα ενοποιημένα Εγώ της αριστερής. Σε ποιον αλήθεια ταιριάζει η Σοφία με σ κεφαλαίο και σε ποιον με μικρό;

Θα ήταν τέλος παράλειψη να μην αναφερθεί κανείς στο σαφέστατα και έντονα πολιτικό μήνυμα της παράστασης. Μετά το εξόδιο άσμα «Αλησμονώ και χαίρομαι», ο σκηνοθέτης που διαλεγόταν με τον ηθοποιό Πάολο Μουζίο, το alter ego του Μικελστέτερ, φώναξε πετώντας στον αέρα τα χαρτιά που κρατούσε: «Η Ρωμανία επάρθη!»

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

"Μες στο κενό θησαύριζα και τώρα πάλι μες στους θησαυρούς μένω κενός"

"Μες στο κενό θησαύριζα και τώρα πάλι μες στους θησαυρούς μένω κενός"
Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη

Και τι να γράψει κανείς σε μια εποχή γεμάτη θησαυρούς, σε μια εποχή που το ιστορικό γίγνεσθαι μοιάζει με λευκό νάνο, νεκρό αστέρι που συρρικνώθηκε τόσο,  ώστε η πυκνότητα του λίγο λείπει να το οδηγήσει στην έκρηξη;
Μήπως για ατομικά συναισθήματα, μικρές ιστορίες και περιπτωσιολογίες;
Μήπως για την ουτοπία ή έστω τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας για μια νέα ιδεώδη εποχή;
Μήπως για τη γαλλική επανάσταση που έφερε το Ναπολέοντα ή την οκτωβριανή που έφερε το Στάλιν;
Μήπως για την έξοδο;
Ποια έξοδος υπάρχει που να μην είναι αφελής; 
Ποια;

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Να κολυμπήσουν

Στα ματάκια τους βλέπω να χάσκουν θάλασσες ελπίδας
κλεισμένες σ’ένα γυάλινο κουτί.
Αφρίζουν και κάποτε θα σπάσουν και θα ελευθερωθούν,
όπως ελευθερώθηκαν κι οι δικές μου.
Να κολυμπήσουν σε μια βαθιά ελπίδα μέχρι να πνιγούν.

Αφού πρώτα ξοδέψουν και τις χίλιες ζωές τους.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Ο παλιός

 Οδηγούσε στα στενά δρομάκια της γειτονιάς μέχρι να βγει στον κεντρικό δρόμο, εκεί που ήταν η μάντρα οικοδομών. Οδηγούσε και για μια στιγμή νόμισε ότι είδε τη γιαγιά της στο πεζοδρόμιο να την κρατά από το ένα χέρι και από το άλλο την αδελφή της τριάντα χρόνια πριν και βάλε. Τις ακολούθησε και είδε τη γιαγιά της να χαιρετά την κυρία Όλγα πίσω από τον πάγκο του ψιλικατζίδικου με τα Μίκυ και τα Ποπάυ και τον Τιραμόλα, τέσσερεις δραχμές το τεύχος, με ένα δεκάρικο έπαιρναν από ένα και περίσσευαν και δυο δραχμούλες για εκείνες τις καραμελίτσες που ποτέ δεν θα ξεχάσει το χρυσόχαρτο τους, το όνομά τους το έχει όμως προ πολλού λησμονήσει. Έπειτα τις έχασε, ήταν και εκείνος ο μετανάστης που έσερνε στη μέση του δρόμου το καρότσι του σούπερ-μάρκετ γεμάτο με χαρτόκουτες, σπάνια πια στην περιοχή έβλεπες παππούδες και γιαγιάδες να κρατούν από το χέρι τα εγγόνια τους, πιο πολύ μελαμψούς άντρες που σέρνανε καρότσια ή οδηγούσαν εκείνα τα τρίκυκλα που είχε να δει από παιδί. Βγάζει φλας αριστερά και βλέπει τον αδελφό της γιαγιά της πάνω σε ένα τέτοιο, γιαγιά θα μας αφήσεις να ανέβουμε λίγο στην καρότσα, πόσο πολύ το θέλανε τα δυο μικρά κορίτσια.
Σταματάει το αυτοκίνητο, κατεβαίνει, τη μάντρα τη θυμάται από παιδί, εκεί είναι ακόμα, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από τότε, η μάντρα ίδια και απαράλλαχτη. Ψάχνει να βρει κάποιον, ένα σακί τσιμέντο, ένα άμμο, ένα ασβέστη, το σπίτι του παππού και της γιαγιάς ρήμαξε, πάνε χρόνια που δεν υπάρχουν για να το φροντίσουν, σειρά της τώρα. Το μικρό δωματιάκι άδειο. Κανείς. Εδώ, ακούει μια βαριά φωνή πίσω από κάτι σακιά. Ο εξηνταπεντάρης είχε βουλιάξει μισοκρυμμένος σε μια σπασμένη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα, σαν να βρισκόταν αλλού και άργησε να επιστρέψει, ήταν όμως τώρα εδώ με βαριά καρδιά ενοχλημένος που κάποιος διέκοψε τον ρεμβασμό του, τι θες, τη ρωτάει απότομα. Είστε παλιός εδώ, του αντιγυρίζει την ερώτηση. Ο παχύς άντρας σηκώνεται με δυσκολία, δεν είμαι, απαντά κοφτά. Λέγε. Ένα σακί τσιμέντο, ένα άμμο, ένα ασβέστη. Περιμένει να δει τι τόπο θα πιάσουν τα λόγια της. Όνομα, ακούει τον άντρα καθώς μετέφερε τα σακιά στο πόρτ μπαγκάζ. Λέει το επίθετο του παππού της. 

Βασίλης, συμπληρώνει ο άντρας και με μια πνοή συνεχίζει με φωνή αλλιώτικη, μακρινή ανάμνηση των νιάτων του, είχε δυο κόρες, την μικρή τη λέγανε Τασία, ήμασταν συμμαθητές. Η φωνή του μαλάκωσε, το βλέμμα του μαλάκωσε, αφήνει τα σακιά και κοιτάζει λίγο παραπέρα σαράντα χρόνια και βάλε πίσω, είδε τη συμμαθήτρια του να περνά κι αυτός αμούστακο στη μάντρα του πατέρα του να κοκκινίζει μέχρι τις ρίζες των μαλλιών και λίγο αργότερα εκείνη χωρίς κοτσιδάκια με τακουνάκια και τα μαλλιά να πέφτουν στους ώμους κι εκείνος να την καλημερίζει τρέμοντας, μα εκείνη να του χαμογελά διεκπεραιωτικά και να πηγαίνει παρακάτω. Είναι στην Αμερική η Τασία, γυρνά και της λέει τελεσίδικα, σάμπως να μην το ήξερε πως η θεία της εδώ και χρόνια μετά από μερικές  ακόμα τρεμουλιαστές καλημέρες του έφυγε στην ξενιτιά με τον άντρα των ονείρων της. Από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου φεύγοντας τον είδε να μετακινεί την καρέκλα του μπροστά από τα σακιά και να ξαναβουλιάζει μέσα της. Οι ρεμβασμοί του προβάλλονταν στο μουσαμά του παρκαρισμένου φορτηγού απέναντι  σαν σινεμά. Και να ήθελε να κρυφτεί, δεν το μπορούσε πια.

Γιαγιά, παππού, ήρθα, φωνάζει ξεφορτώνοντας τα σακιά και η φωνή της αντηχεί στους άδειους τοίχους.

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Μέσα στο δάσος περιπατούσε

           Μέσα στο δάσος περιπατούσε, όταν ο λύκος ήταν εδώ. Κρατούσε για το ταξίδι ένα καλάθι πολυκαιρισμένα όνειρα με λίγη ελπίδα μαϊντανό και ψευδαισθήσεις μαριναρισμένες με ουτοπία. Αρκετά ήταν αυτά. Κοιτάχτηκε στα ακίνητα νερά ενός βάλτου, μανδύας γκρίζας κολλώδους θλίψης, σπαθί για τις  παρήγορες κοκορομαχίες, έτσι ένιωθε δυνατός, α, αυτό ποτέ δεν το αποχωριζόταν, κράνος ενισχυμένο εσωτερικά με άποψη. Ξανακοιτάχτηκε, πού πήγε η αύρα μου, διορθώνει το χαμόγελο, α, να’ τη, η ζωτικότητα, ζώο, ένστικτο επιβίωσης, ανάσανε με ανακούφιση.
            Ξεκινά πάνοπλος, επιταχύνει, τρέχει, τρέχει τρέχει, έτρεξε τόσο που τεντώθηκαν και σπάσανε τα γράμματα της λέξης, τα έβλεπε να αιωρούνται σκόρπια ανάμεσα στα λαχανιάσματα, τ, ρ, ε, χ, ω, έχασε η πράξη το νόημά της  κραύγασε τρομαγμένος, σταματά πάντα λαχανιασμένος, κοιτά τα πόδια του, επιβεβαιώνει αυτό που από την αρχή υποψιαζόταν. Πόντο δεν είχε μετακινηθεί, δρόμος εν στάσει, νέο αγώνισμα, κερδίζει όποιος χάσει, όποιος μετακινηθεί  έστω  και  λίγο, ναι, αλλά προς τα πού, σκέφτεται για λίγο, στρέφει το κεφάλι αριστερά. Πτώματα πολιτικών οραμάτων στοιβαγμένα στη γωνία, μεγαλόστομες υποσχέσεις, φωτό  του μέλλοντος ρετουσαρισμένες, ατμοί οργής που ποτέ δεν παύει να κοχλάζει στην κατσαρόλα, φεύγουν και χάνονται και γίνονται συννεφάκια σε μηνύματα Ινδιάνων «Ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά» στέλνει η μια βουνοκορφή, «Μπουμ» απαντά η άλλη. Κοιτά δεξιά, βίτσες, καπνογόνα όργανα διασαλεύουν την τάξη, πότε πέρασε ο καιρός που πήγαινα στην πρώτη τάξη, μολύβια στη σειρά στην κασετίνα, στη θέση του το καθένα απαρεγκλίτως, εν-δυο βήμα στρωτό, η γεωμετρία γεωμετρεί  τη ζωή μου, δυο οριζόντιες πήχες χώμα της αναλογούν, γίναν μία, περικοπές, ωραία,  χαμογελά ειρωνικά, θα ξαναπάρω την εμβρυακή στάση, μα δεν είμαι έμβρυο, γεννήθηκα, το ξεχάσατε, ουρλιάζει ακόμα λαχανιασμένος. Πέφτουν οι ώμοι, βγάζει λίγο ελπιδοφόρο μαϊντανό από τα εφόδια. Παύση. Παύση. Και ξανά παύση. Και τώρα τι μένει, επέκτεινε τον κόσμο σου, άνοιξε τους ορίζοντές σου αναμασά το μαϊντανό, ψάξε άλλους δρόμους. Στρέφει το κεφάλι προς τα κάτω, μαύρα, κίτρινα, άσπρα πράσινα μυρμηγκάκια  παλεύουν γύρω από ένα ψίχουλο, δύσκολο πράγμα η αξιοπρέπεια στην ψάθα, ξεπούλημα, πάρε κόσμε, θυμούνται καμιά φορά τα μακριά δάχτυλα της μητέρας  που κεντούσαν ηλιαχτίδες και κλαίνε, πάρε κόσμε, τα κεντήματά της δεν υπάρχουν πια. Κοιτά προς τα πάνω, γραβάτες άψογα δεμένες με ύφος σοβαρό βγάζουν φούσκες, πλιπ, πλοπ, σκάνε πριν φτάσουν στα αυτιά του, και πώς άλλωστε  να αψηφήσουν τη βαρύτητα και να κατέλθουν, η βαρύτητα υπάρχει μόνον για κείνον. Θεοί αγνώστου πατρός θρονιασμένοι αναπαυτικά τρώνε μονάχοι τους τούς άρτους τους επιούσιους  παίζοντας μπάλα και ψέλνοντας με τα παράφωνα βυζιά τους. Μπούχτισε,  έκλεισε το βλέμμα του. Τρώει από αμηχανία και σιωπές όλα τα εφόδια, άδειασε το καλάθι, πού να κοιτάξω, γυρνά γύρω-γύρω το κεφάλι  σβούρα, ξανά και ξανά το φτηνιάρικο θρίλερ. Πιάνει με τα χέρια το κεφάλι του, ξένο σώμα, το σταματά. Κοιτά μέσα του. Ζούγκλα τα παράσιτα από τις εικόνες του έξω, παίρνει δρεπάνι τις ξεπαστρεύει μία-μία και αυτές και άλλα ζιζάνια που ευδοκιμούν εντός, μα πού κρύβεται το πολύτιμο λουλούδι  μονολογεί και νιώθει το χέρι του βαρύ από τον κάματο,  ξεπάστρεψέ τα όλα μέχρι να σε χτυπήσει στα ρουθούνια η ευωδία, μα υπάρχει στ’ αλήθεια ο ανθός μου, δεν μπορεί, τι στηρίζει το σώμα που κουμαντάρω, το χέρι του δε λύγιζε πια, πού είναι επιτέλους το πολύτιμο λουλούδι, πού; 
             Μέσα στο δάσος περιπατούσε, όταν ο εαυτός του ήταν εδώ.

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Περιμένοντας

(Ένας άντρας ταραγμένος παραμιλάει κάνοντας κύκλους γύρω από τον εαυτό του με τα χέρια δεμένα πίσω. Στην άλλη άκρη δύο άλλοι κάθονται κάτω από ένα δέντρο με θηλιές αντί για φύλλα. Δεν φαίνονται να αντιλαμβάνονται την ύπαρξη του πρώτου)

-Με περιμένουν. Από πάντα με περίμεναν. Δεν μπορούν πια να κάνουν αλλιώς. Με έχουν ανάγκη για να υπάρξουν. Λύνουν και δένουν τα κορδόνια τους. Και μετά τα ξαναλύνουν και μετά τα ξαναδένουν. Με περιμένουν. Αυτό. Τίποτε άλλο. Τσακώνονται μεταξύ τους. Και μετά με τα ρούχα τους. Και μετά τσακώνονται. Μέχρι να έρθω, κάτι πρέπει να βρουν να κάνουν. Τους κοιτώ. Με παίρνει ο ύπνος. Ξυπνάω. Τους ξανακοιτώ. Λύνω τα κορδόνια μου. Τα δένω. Τα ξαναλύνω. Φαντάζομαι ότι τσακώνομαι μαζί τους. Τι άλλο. Τους περιμένω. Να αποφασίσουν πως δεν με χρειάζονται. Παφ, θα εξαφανιστώ. Υπάρχω μόνον στη φαντασία τους. Δεν το ξέρουν πως κι εγώ περιμένω. Να με λυτρώσουν. Να πάψω να υπάρχω. Τώρα είμαι μία φαντασίωση. Ένα τυχαίο όνομα που πάνω του στηρίξανε όλες τους τις ελπίδες. Ένα άλλοθι. Δεν υφίσταμαι. Δεν υπάρχω. Και όμως στηρίζω όλη τη γη τους. Ένας Άτλαντας. Με θαυμάζουν. Και κάτι παραπάνω. Είμαι ο μεσσίας τους. Η σωτηρία τους εξαρτάται από μένα. Δίχως εμένα δεν έχουν λόγο υπάρξης. Ακριβέστερα ο λόγος που υπάρχουν είναι για να με περιμένουν. Όχι να έρθω κάποτε. Όχι, όχι. Να με περιμένουν. Και αν εμφανιστώ; Τότε θα καταρρεύσουν. Θα πάψουν να έχουν λόγο ύπαρξης. Τι άλλο να κάνουν την ύπαρξή τους, αν όχι να με περιμένουν. Μια μύγα πετάει. Δες τους, είναι τόσο απορροφημένοι να με περιμένουν που δεν κάνουν κάν τον κόπο να τη διώξουν από τη μύτη τους. Βαριούνται. Βαριούνται ανυπόφορα. Προσπαθούν να σκοτώσουν το πολυτιμότερο πράγμα θεωρητικά για τον άνθρωπο από καταβολής κόσμου. Το χρόνο. Το χρόνο που τους χαρίστηκε. Δεν ξέρουν τι να τον κάνουν. Ας περιμένουμε κάποιον που ποτέ δεν θα έρθει, είπαν, για να μην χρειαστεί να παραδεχτούμε πως δεν υπάρχει τίποτα να κάνουμε το χρόνο μας. Και επινόησαν εμένα. Είναι μια ασχολία αυτό, να με περιμένουν. Είμαι το άλλοθι της ζωής τους. Εγώ όμως ανήκω στην ανυπαρξία. Εκεί θέλω τα γυρίσω. Έχω στοιχειώσει εξαιτίας τους. Τριγυρνώ διαρκώς σαν φάντασμα στα μυαλά τους. Είμαι μετέωρος. Ούτε εδώ στη ζωή, ούτε εκεί στην ανυπαρξία. Με καταδικάσανε να έχω τη δική τους μοίρα, του απολύτως ελεύθερου και του απολύτως αδρανούς που προσποιείται ότι δρα λύνοντας και δένοντας τα κορδόνια του μέχρι τάχα μου να έρθει ο. Τους μισώ. Θα παρουσιαστώ μπροστά τους και θα τους πετάξω κατάμουτρα ότι δεν υπάρχω, δεν υπάρχω, δε χρειάζεται να με περιμένουν, γιατί απλούστατα δεν υπάρχω. Εγώ, να εξαρτώμαι από δυο παρίες της ζωής, από δύο καμπύλες παρένθεσης χωρίς περιεχόμενο, από δύο δυνατούς λύτες και δέτες κορδονιών. Ες αύριο τα μεγάλα, λένε μέσα τους, όταν έρθει ο Γκοντό. Ε, λοιπόν, κανένας Γκοντό δεν υπάρχει και το χειρότερο απ’όλα είναι ότι το ξέρετε, έτσι θα τους ψιθυρίσω κατάμουτρα στον μισούπνιο μισοξύπνιο τους, εκεί που περνάνε όλη τους τη ζωή. Η ελευθερία σας χαρίστηκε απολύτως και αν δεν ξέρετε τι να την κάνετε και αν επιμένετε να την ξεφορτωθείτε έτσι εύκολα και να μου την παραδώσετε, γελιέστε. Η ελευθερία είναι ένα καυτό κάστανο που δε θέλει κανείς να το πετάξει, είναι γλυκό το άτιμο, αλλά ούτε και να το κρατήσει, έτσι που του καίει τα χέρια. Ε, λοιπόν είστε γελασμένοι αν νομίζετε ότι εγώ θα βγάλω τα κάστανα από τη φωτιά και θα τα κρυώνω δια παντός στη φούχτα μου για χάρη σας. Και το χειρότερο απ’όλα δεν είναι αυτό, στο κάτω κάτω το βαρύ φορτίο της ελευθερίας σας που μου φορτώσατε είναι ευλογία, μου δίνει κάποιο σκοπό ζωής οφείλω να παραδεχτώ, τι άλλο θα έκανα αν δεν είχα αυτό, ας μην είμαι άδικος μαζί σας, είσασταν γενναιόδωροι, που χαρίσατε απλόχερα ένα νόημα, ένα κάτι που να δικαιολογεί την ύπαρξή μου, εδώ που τα λέμε, ίσως τελικά θα έπρεπε να σας ευγνωμονώ, τι άλλο θα έκανα από το να γκρινιάζω για την ύπαρξη που μου φορτώσατε, δεν θα είχα λόγο ύπαρξης, είναι αλήθεια, αλλά και η ανυπαρξία είναι λύση; Αν σου έχει χαριστεί με το στανιό η ύπαρξη, κάτι πρέπει να βρεις να την κάνεις, πράγματι. Έχουμε κάτι κοινό εσείς κι εγώ, μας χαρίστηκε με το ζόρι η ύπαρξη, είμαστε αδελφές ψυχές ομολογώ, όταν θυμώνω μαζί σας, είναι σαν να θυμώνω με τον εαυτό μου. Εδώ που τα λέμε ίσως θα έπρεπε να σας πω ένα ευχαριστώ, ήμουν κάπως σκληρός μαζί σας. Εσείς κι εγώ, εγώ κι εσείς, εγώ είμαι εσείς! Μα πώς δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα. Θα εμφανιστώ μπροστά σας, αδέλφια μου, να σας αγκαλιάσω. Με κάνετε και νιώθω λιγότερο μόνος και άρα πιο υπαρκτός. Με τσιμπάω και σχεδόν νιώθω πόνο. Ζω!

(Σηκώνεται γαλήνιος και ξαλαφρωμένος έχοντας ξεχάσει ποιο είναι το χειρότερο και πάει να τους συναντήσει κάτω από το δέντρο)

-Ήρθα.
-Α, ήρθες Γκοντό; Σε περιμέναμε όλη μας τη ζωή. Κάθισε.
-Και τώρα ποιον θα περιμένουμε όλοι μαζί;
-Αυτόν.
-Ποιον αυτόν;
-Δεν έχει όνομα. Είναι χάσιμο χρόνου τα ονόματα.

( Οι τρεις μαζί, κάθονται κάτω από το δέντρο και ατενίζουν τον άδειο ορίζοντα περιμένοντας αυτόν)
 

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Θέατρο Μικρή Πόρτα Ξένιας Καλογεροπούλου-Ο τυχερός στρατιώτης


Η Ξένια Καλογεροπούλου μαζί με το Θωμά Μοσχόπουλο διασκεύασαν και δραματοποίησαν ένα ρώσικο παραμύθι με αποτελέσματα τουλάχιστον αντάξια της εδραιωμένης εδώ και χρόνια φήμης τους. Το εγχείρημα από κάθε άποψη είναι εξαιρετικό.

Θεματικά εκτυλλίσσεται η πορεία του ρώσου στρατιώτη που επιστρέφει από τον πόλεμο και δε βρίσκει το σπίτι του (οι δημιουργοί μας κλείνουν συνωμοτικά τα μάτι με πολλούς τρόπους αφήνοντας ασαφές το αν αν έχει γκρεμιστεί το σπίτι του ή υπάρχει αλλά δεν το νιώθει πια ως τέτοιο και όλα αυτά με λίγες κομμένες στη μέση λέξεις, με σιωπές και εκφράσεις). Αποκτά τώρα ένα «άδειο μέσα του» κυριολεκτικά και μεταφορικά, πρώτη φορά παρά τις δύσκολες μάχες του πολέμου που βίωσε. Συνεχίζει την πορεία του για να βρει σπίτι, να πάψει  να νιώθει το κενό, ανταμοίβεται για τη φιλάνθρωπη γενναιοδωρία του με σπουδαία δώρα, που όμως η σημασία τους δε θα φανεί παρά πολύ αργότερα: μια παλιά τράπουλα που πάντα κερδίζει, ένα μουσικό όργανο ( -Μα δεν ξέρω να παίζω, -Δεν ξέρεις τι ξέρεις..., έρχεται η απάντηση) και ένα μαγικό σακί που ό,τι ονοματίζεις μπαίνει μέσα). Τα τρία δώρα λοιπόν κατά τα πρότυπα του λαϊκού παραμυθιού, τα οποία θα χρησιμοποιήσει δεόντως όταν φτάσει στην πολιτεία. Κατεστραμμένη γεμάτη τυχοδιώκτες, το παλάτι του τσάρου κατοικημένο από διαβόλους, ο τσάρος άφαντος, ο στρατιώτης όμως χρησιμοποίησε τα δώρα και έκανε δικό του το παλάτι, πλούτη πολλά, «φίλοι» πολλοί, το άδειο μέσα του συνεχίζει. Αρχίζει να γεμίζει όταν ερωτεύεται και τελικά παντρεύεται την κόρη του τσάρου. Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα; Όχι απλοϊκότητες για τα παιδιά, η παράσταση συνεχίζεται, ο θάνατος κτυπά την πόρτα, τρόπος ανάλαφρος στην αρχή, ο τυχερός στρατιώτης παίρνει από τον διάβολο που έχει κλεισμένο στο σακί, ένα μαγικό ποτήρι και βλέπεις μέσα από αυτό ποιος ετοιμοθάνατος μπορεί να σωθεί και ποιος όχι. Όλα καλά, ο φιλάνθρωπος στρατιώτης που έχει εν τω μεταξύ γίνει τσάρος ραντίζει με το νερό του ποτηριού όσους μπορούν να σωθούν, μια κοινή δουλειά καταντάει στην επαναληπτικότητά της, όταν όμως βλέπει πως το παιδί του δεν σώζεται, πίνει όλο το περιεχόμενο του ποτηριού, ρουφάει όλο το θανατικό, γέμισε για τα καλά το άδειο μέσα του, το παιδί σώζεται, όχι όμως ο ίδιος. Βρίσκει τρόπο να γλιτώσει και τον εαυτό του και την ανθρωπότητα όλη από το θάνατο, τον βγάζει από μέσα του και τον κλείνει στο μαγικό σακί, οι άνθρωποι πέφτουν από γκρεμούς μα δεν πεθαίνουν, μόνον υποφέρουν και γερνάνε στο διηνεκές του χρόνου. Φτάνει πια κραυγάζουν, ο τυχερός στρατιώτης ανοίγει το σακί, βγαίνει ο θάνατος και αποκαθίσταται η τάξη και οι φόβοι των παιδιών.

Οι επιρροές πολλές παρελαύνουν αξιοθαύμαστα αφομοιωμένες, εδραιώνονται και αποκαθηλώνονται ταυτοχρόνως μέσα από την κωμικότητα: ο Μπέκετ (σε όλη τη διάρκεια της παράστασης οι ηθοποιοί περιμένουν «αυτόν», έναν άλλο Γκοντό) να τους πει τι να κάνουν, μα ποτέ δεν έρχεται), ο Φάουστ (ο τυχερός στρατιώτης στοιχηματίζει την ψυχή του σε μια παρτίδα χαρτιά με το διάβολο), ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα (η κόρη του τσάρου στο μπαλκόνι της ερωτεύεται τον ήρωα από τη μουσική που παίζει), ο παπαγάλος της Λιλιπούλης ( το παιδί του τυχερού στρατιώτη), τα λαϊκά παραμύθια (το μαγικό στοιχείο, τα τρία δώρα, το φτωχό παλικάρι που παντρεύεται βασιλοπούλα), τα τηλεοπτικά παιγνίδια (κάθε φορά που πετυχαίνει κάτι ο ήρωας ανάβει μια φωτεινή επιγραφή που λέει «ο τυχερός στρατιώτης» και όλοι επευφημούν κατά τα πρότυπα τηλεπαιγνιδιού). Το κωμικό στοιχείο διαποτίζει όλα σχεδόν τα μέρη της παράστασης κατά τρόπο ώστε να προωθείται η αποκαθήλωση των κλισέ, των στερεοτύπων περί πορείας, περί εγώ, περί ευδαιμονισμού, περί έρωτος, περί θανάτου.

Τα σκηνικά εξαιρετικά αφαιρετικά εν πολλοίς, μία στεφάνη γίνεται φεγγάρι, ήλιος, λίμνη, σακί και χίλια δυο άλλα πράγματα, οι ηθοποιοί, όλοι τους εξαιρετικοί, αλλάζουν ρόλους επί σκηνής, ο πρωταγωνιστής, ο τυχερός στρατιώτης είναι μία συρμάτινη μαριονέττα που τη ζωντανεύουν τουλάχιστον τρεις διαφορετικοί ηθοποιοί, με λίγα λόγια εδώ απουσιάζουν τα φανταχτερά σκηνικά και κουστούμια που αποπροσανατολίζουν, εδώ η σκηνογραφία και η ενδυματολογία είναι τέτοια που να ωθούν τη φαντασία του παιδιού να συμπληρώσει, να τροποποιήσει να επέμβει, δεν υπάρχει μασημένη τροφή σε κανένα επίπεδο. Το ίδιο συμβαίνει και με το λόγο. Απλός, απλούστατος, κατανοητός ακόμα και από τρίχρονο, αλλά όχι απλοϊκός.

Ένα μόνον αρνητικό. Φαντάζει αρκετά δύσκολο μετά από όλα αυτά να βρεθεί κάποια άλλη παράσταση τόσο ολοκληρωμένη σαν προσπάθεια. Είναι βαρύ δυστυχώς για τους θεατρόφιλους το μέτρο σύγκρισης.

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Το βλέμμα σου θα μου δώσει όνομα;

-Κυνηγάς τη ζωή;
-Κυνηγώ τη λέξη.
-Είναι η λέξη ζωή; Τότε το βλέμμα μου τι είναι;
-Κυνηγώ τον ανυπόκριτο θαυμασμό του βλέμματός σου για τη λέξη μου.
-Κι αν δεν στον δώσω;
-Κι αν δεν μου τον δώσεις το θαυμασμό του βλέμματος σου, θα κάψω τη λέξη μου, θα γίνω αιρετικός.
-Οι αιρετικοί γίναν τέτοιοι γιατί δεν τους χώραγε ούτε η ζωή ούτε η λέξη. Εσένα δε σε χωρά το βλέμμα μου. Δε σε χωρά όταν δε σε θαυμάζω. Είσαι αιρετικός;
-Είσαι πιστός; Σε τι πιστεύεις; Στη ζωή; Τι είναι ζωή; Μήπως ο ήλιος, αυτός που δεν χώρεσε ούτε τον ποιητή και τον έκανε με τη λέξη του ηλιάτορα, μπας και τον χωρέσει;
-Ο ποιητής δεν τον έκαψε τον ήλιο με τη λέξη του, τον μεγάλωσε να μας χωρέσει όλους. Ο ποιητής δεν διώχνει το τρέμουλο του χεριού σου, ούτε τη θαλασσινή σπηλιά που φωλιάζουν νεράιδες και γαλάζιοι πρίγκηπες, ούτε το  πιο μικρό σκουλήκι, ούτε το πιο μεγάλο θεριό, αυτά είναι η ποίηση και η ζωή του, αυτά είναι η ποίηση της ζωής του.
-Είσαι ποιητής;
-Ο ποιητής δεν καίγεται ποτέ από τον ήλιο. Καίγεται από την αλαζονεία της μοναξιάς του. Και τότε παύει να είναι ποιητής.
-Είσαι ποιητής;
-Αν ποιητής είναι αυτός που δεν κυνηγά τις λέξεις, αλλά τα βλέμματα, μόνον τότε είμαστε όλοι ποιητές.
-Εγώ τι είμαι;
-Ένας ποιητής με καμένο βλέμμα. Ένας ευνούχος ποιητής.
-Είσαι σκληρός.
-Σκληρή είναι ζωή. Όχι οι λέξεις. Ούτε εγώ.
-Πώς σε λένε;
-Για σένα Ούτις, για τους άλλους τρέμουλο του χεριού, θαλασσινή σπηλιά, σκουλήκι ή θεριό. Το βλέμμα σου θα μου δώσει όνομα.